• Buzz
  • ΒΛΕΠΟΝΤΑΣ ΤΟΥΣ ΚΑΡΑΜΑΖΟΦ ΣΤΗ ΣΤΕΓΗ
ΒΛΕΠΟΝΤΑΣ ΤΟΥΣ ΚΑΡΑΜΑΖΟΦ ΣΤΗ ΣΤΕΓΗ

ΒΛΕΠΟΝΤΑΣ ΤΟΥΣ ΚΑΡΑΜΑΖΟΦ ΣΤΗ ΣΤΕΓΗ


0.0/5 κατάταξη (0 ψήφοι)

Το «τρομερό παιδί» του ρώσικου θεάτρου, όπως τον αποκαλούν, ο Κονσταντίν Μπογκομόλοφ, ήρθε για πρώτη φορά στη χώρα μας στη Στέγη Γραμμάτων και Τεχνών, παρουσιάζοντας μια πεντάωρη εκδοχή των ΑΔΕΡΦΩΝ ΚΑΡΑΜΑΖΟΦ του Ντοστογιέφσκι. Ο ίδιος ο σκηνοθέτης πιστεύει ότι το θέατρο είναι η προσπάθεια να αφηγηθείς ένα όνειρο και η απόλυτη επίγνωση ότι κάθε βράδυ θα αποτυγχάνεις να το αφηγηθείς σωστά και νομίζω ότι αυτή η παράσταση εκφράζει απόλυτα τη θέση του.

Σε ένα σύγχρονο hi-tec περιβάλλον που θυμίζει VIP μαυσωλείο, ή κυβερνητικά γραφεία (ο συνειρμός που επιχειρεί είναι ξεκάθαρος), ο Μπογκομόλοφ στήνει ένα σκηνικό παιχνίδι, προσπαθώντας να μεταφέρει όχι το ντοστογιεφσκικό κείμενο, αλλά την δική του αίσθηση πάνω σ’ αυτό τον λογοτεχνικό ογκόλιθο.

Το ότι ο Μπογκομόλοφ επιλέγει αυτή την οδό, από μια by the book σκηνική προσαρμογή ενός φιλοσοφικού, ως επί το πλείστον κειμένου, είναι απολύτως θεμιτή και έξυπνη. Άλλωστε αν κάποιος θέλει να μάθει τους «Καραμάζοφ», δεν έχει παρά να τους διαβάσει.

Με πολλές αναφορές στη σύγχρονη Ρωσία, αλλά και μια προσωπική αναζήτηση του θείου- ο ίδιος βέβαια δηλώνει άθεος, όμως η παράστασή του δείχνει πως αναρωτιέται για την πίστη και τη χρησιμότητα της ύπαρξης ενός Θεού, ενώ παράλληλα ασκεί δριμύτατη κριτική στη θρησκευτική εξουσία- ο Μπογκομόλοφ δημιουργεί ένα γκροτέσκο σύμπαν, όπου όλοι οι ήρωες είναι γελοία υποκείμενα και τραγικά πλάσματα ταυτόχρονα, βυθισμένα σε μικρότητες και μεγάλα πάθη.

Το πρώτο μέρος της παράστασης, που για κάποιον ακατανόητο λόγο θεωρείται ακατάλληλη, εισάγει τους θεατές στον κόσμο του Μπογκομόλοφ και έχει το μεγάλο πλεονέκτημα της ερμηνείας του δαιμόνιου Igor Mirkurbanov, που κυριολεκτικά σαρώνει το θέατρο, καταφέρνοντας να κερδίσει το ενδιαφέρον μας, παρά τη στατικότητα της σκηνοθεσίας.

Μια στατικότητα που στο δεύτερο μέρος λειτουργεί μάλλον αρνητικά, ενώ οι αισθητικές επεμβάσεις του σκηνοθέτη δεν σώζουν το τελικό αποτέλεσμα.

Στο τρίτο μέρος τα πράγματα αλλάζουν, ο Ντοστογιέφσκι συναντάει την ποπ κουλτούρα, ο Μπογκομόλοφ εμπνέεται αλλά ταυτόχρονα και καυτηριάζει την αισθητική της βίας, που κυριαρχεί στο σύγχρονο πολιτισμό, τα βίντεο θυμίζουν ενίοτε ταινίες του Ταραντίνο και όλα γίνονται ένα κομφούζιο, που άλλοτε έχει στιγμές υψηλής ποίησης κι άλλοτε πέφτει σε εύκολες λύσεις, που τελικά μπερδεύουν και αποπροσανατολίζουν από τον κεντρικό άξονα.

Κάμερες καθ’ όλη τη διάρκεια, καταγραφούν τις σκηνές που προβάλλονται σε μεγάλες οθόνες, μια τεχνική που ακολουθούν πολλοί σύγχρονοι σκηνοθέτες, όπως ο Βαρλικόφσκι, την όποια ο Μπογκομόλοφ χρησιμοποιεί σωστά μεν, αλλά δεν προσφέρει και πολλά στη σκηνοθετική του γραμμή.

Τα τελευταία λεπτά έρχεται και πάλι ο σπουδαίος Igor Mirkurbanov, τραγουδώντας ένα τραγούδι για τη ζωή και σώζει την παράσταση κυριολεκτικά «στις καθυστερήσεις», κάνοντας το θέατρο να παραληρεί.

Ο Μπογκομόλοφ έχει συγκεκριμένη άποψη για την υποκριτική, που το σύνολο του θιάσου του την υπηρετεί με ακρίβεια και συνέπεια, όμως αυτός ο μεγάλος Ρώσος ηθοποιός κάνει την υπέρβαση. Τελικά βγαίνοντας από αυτό το πεντάωρο ταξίδι, εγγράφεται μέσα μας αυτός ο υποκριτικός χείμαρρος.

Μια παράσταση με ενδιαφέρουσες θέσεις, υψηλή αισθητική και πολύ καλές στιγμές, που όμως τελικά κουράζει και δεν καταφέρνει πάντα να επικοινωνεί με τον θεατή.


Αφήστε σχόλιο

Παρακαλούμε συνδεθείτε για να αφήσετε σχόλιο.