ΔΑΦΝΕΣ ΚΑΙ ΠΙΚΡΟΔΑΦΝΕΣ. ΚΡΙΤΙΚΗ

ΔΑΦΝΕΣ ΚΑΙ ΠΙΚΡΟΔΑΦΝΕΣ. ΚΡΙΤΙΚΗ


3.4/5 κατάταξη (28 ψήφοι)

Μια μικρή αναδρομή στο χρόνο, στα πρώτα χρόνια της Μεταπολίτευσης και στην εξέλιξη των πολιτικών πραγμάτων στη χώρα μας καθίσταται αναγκαία, αν θέλουμε να κρίνουμε επαρκώς όχι το (‘κλασικό’ πια) έργο «Δάφνες και πικροδάφνες» του Δημήτρη Κεχαΐδη και της Ελένης Χαβιαρά αλλά μια σύγχρονη ερμηνεία του. Το επιτάσσει το επιχείρημα - διαφήμιση της παράστασης στο θέατρο Μουσούρη, περί «επικαιρότητας» του έργου.

Μπορεί κανείς να φανταστεί το πολιτικό εκτόπισμα που είχε το πρώτο ανέβασμα αυτής της πικρής ηθογραφίας τον Οκτώβριο του 1979. Λίγα χρόνια μετά την πτώση της Χούντας, η πολιτική τάξη ανασυντάσσονταν στον γνωστό παλαιοκομματικό καμβά. Πίσω από τους γνωστούς, επιφανείς πρωταγωνιστές, ένας τοξικός ιστός από κομματάρχες και κομματικούς παράγοντες εξασφάλιζαν στην περιφέρεια την επικράτηση του ενός ή του άλλου υποψηφίου, με τα γνωστά ανταλλάγματα: εξυπηρετήσεις κάθε λογής και διορισμούς στο Δημόσιο. Οι πελατειακές σχέσεις αποτελούσαν την βασική παθογένεια του πολιτικού συστήματος ήδη από τις πρώτες δεκαετίες ζωής του ελληνικού κράτους, διαμορφώνοντας μέσα στο χρόνο νοοτροπίες που απέβησαν μοιραίες όχι για την τελευταία, ισοπεδωτική οικονομική κρίση (γι’ αυτήν οι αιτίες είναι πολύ πιο σύνθετες) αλλά για την αποτυχία του κράτους να αποβάλλει την οθωμανική ‘κληρονομιά’ και να εκσυγχρονίσει τις δομές του στο πρότυπο των δυτικών αστικών κρατών.

Το 1979 ο Κεχαΐδης, η Χαβιαρά και ο Κάρολος Κουν που σκηνοθέτησε τις «Δάφνες και Πικροδάφνες» στο Υπόγειο του Θεάτρου Τέχνης έδειξαν το Τέρας, είπαν «Ιδού πώς έχουν τα πράγματα» με τρόπο οριστικό και αμετάκλητο. Δεκαπέντε χρόνια πριν, την παθογένεια του πολιτικού συστήματος είχε αποτυπώσει και καυτηριάσει ο Αλέκος Σακελλάριος και ο Χρήστος Γιαννακόπουλος στο θεατρικό έργο «Ανώμαλη προσγείωση», βάση για την εξαιρετικά δημοφιλή ταινία της Φίνος Φιλμ «Υπάρχει και φιλότιμο» (1965, με τον Λάμπρο Κωνσταντάρα στον θρυλικό ρόλο του Μαυρογυαλούρου). Παρά την οξεία σάτιρα, το κριτήριο της εμπορικής επιτυχίας έργου και ταινίας, επέβαλε happy end – στο τέλος η ηθική αποκαθίσταται, στο πρόσωπο τουλάχιστον ενός εκπροσώπου της ιθύνουσας πολιτικής τάξης.

Μετά την εμπειρία της Χούντας, ωστόσο, το πνεύμα ενός έργου με συναφές θέμα δεν μπορούσε παρά να είναι εντελώς διαφορετικό. Η γραφή του Κεχαΐδη και της Χαβιαρά είναι σκοτεινή και πικρή, παρά τις απολαυστικές, κωμικές στιγμές της. Μαζί με άλλους συγγραφείς της δεκαετίας του ’70 και του ’80, επικέντρωσαν στην έκθεση των κοινωνικοπολιτικών εμπλοκών που ανέκοπταν την ουσιαστική πρόοδο του τόπου. Στο έργο τους αίσιον τέλος δεν υπάρχει, μόνο συμβιβασμός, σιωπή, ανοχή και ιδιοτελή εκμετάλλευση της στρεβλής λειτουργίας του κοινοβουλευτισμού.

Σχεδόν 40 χρόνια μετά την πρώτη παράστασή τους, οι «Δάφνες και Πικροδάφνες» ανεβαίνουν ξανά και ξανά. Έργο με ζουμερούς διαλόγους (πέντε χρόνια έγραφαν το έργο οι συγγραφείς του, δουλεύοντας τον λόγο αυτοσχεδιαστικά, με χρήση μαγνητοφώνου), χωρίς ιδιαίτερες σκηνικές απαιτήσεις (εξελίσσεται στο καθιστικό του σπιτιού ενός ‘παράγοντα’ στην Τρίπολη), το μόνο που απαιτεί είναι τέσσερις καλούς ηθοποιούς για να ερμηνεύσουν τους μικροκομματάρχες που μπλοφάρουν και δολοπλοκούν ενόψει της εκλογικής αναμέτρησης.

Η κωμικότητα της ιστορίας έγκειται στο ότι οι τρεις από τους τέσσερις ήρωες υποστηρίζουν διαφορετικούς υποψήφιους βουλευτές του ίδιου κόμματος -είναι αστείοι, όσο και θλιβεροί, στις μικροφιλοδοξίες τους. Με μια μικρή μετακίνηση της οπτικής γωνίας, ωστόσο, αναδεικνύονται τρομακτικοί: κάτι τέτοια ανθρωπάκια κράτησαν καθηλωμένη τη χώρα καθ’ όλη τη διάρκεια της μεταπολεμικής Ιστορίας της.

Με δεδομένες τις συντριπτικές αλλαγές που σημειώθηκαν τα τελευταία χρόνια, ο φωτισμός αυτής της διάστασης του έργου είναι ο μόνος που δικαιολογεί μία ακόμη σκηνική ερμηνεία του. Γιατί με το Δημόσιο τομέα απισχνασμένο εξαιτίας των χιλιάδων απολύσεων και με τα Μνημόνια να απαγορεύουν διορισμούς (επιτρέποντας μόνον ‘ελαστικές’ σχέσεις εργασίας, περιορισμένου χρόνου και χωρίς ασφάλιση), το πελατειακό σύστημα ανήκει πλέον στο παρελθόν και οι άλλοτε κομματάρχες είναι φαντάσματα του εαυτού τους και μιας πολιτικής πρακτικής που έχει ξοφλήσει. Η σχέση του έργου με την επικαιρότητα έχει ακυρωθεί βιαίως από τη βαθιά κρίση των τελευταίων 5 ετών. Θα χρειαστεί μία χρονική απόσταση για να μπορέσουμε να εκτιμήσουμε τη δραματουργία του, ανεξάρτητα από την ιστορική συνθήκη στην οποία αναφέρεται (ώστε να ανεβαίνει, και να αφορά, με τον τρόπο που αφορά π.χ. ο «Ταρτούφος» του Μολιέρου, αν και μιλάει για σχέσεις και καταστάσεις μιας πολύ μακρινής σε μας ιστορικής περιόδου).

Αλλιώς, λυπάμαι, το να ανεβαίνει σήμερα το «Δάφνες και Πικροδάφνες» με πρόσχημα ότι αποκαλύπτει την «νοοτροπία του Νεοέλληνα» (πότε θα πάψει, αλήθεια, να χρησιμοποιείται αυτός ο φρικώδης όρος; Τι θα πει «Νεοέλληνας»;) αποκτά μία πολιτικά ύποπτη διάσταση. Είναι αυτό που γράφει ο Κώστας Βεργόπουλος: «Για κάθε αποτυχία της ιθύνουσας τάξης ενεργοποιούνται ιδεολογικοί μηχανισμοί απορρόφησης και απόσβεσης του σοκ, με εργαλείο την ιδεολογική καταρράκωση, την αποϊδεολογικοποίηση, την αυτοενοχοποίηση της κοινωνίας» («Η ανάρμοστη σχέση», εκδ. Πατάκη, 2012) . Οι μέρες που ζούμε είναι πολύ σκοτεινές και δύσκολες, το θέατρο είναι η κατεξοχήν πολιτική τέχνη, και απαιτείται αυξημένη προσοχή και ευαισθησία από τους καλλιτέχνες του θεάτρου, όταν προσπαθούν να προσελκύσουν το κοινό με πρόσχημα την «επικαιρότητα» ενός έργου.

Σήμερα, μια απροβλημάτιστη σκηνική προσέγγιση του «Δάφνες και Πικροδάφνες», σαν κι αυτή του Πέτρου Φιλιππίδη στο θέατρο Μουσούρη, εμμέσως πλην σαφώς υποστηρίζει την άποψη της συλλογικής ενοχής για την συντριπτική εν εξελίξει κρίση. Είναι σαν να λέει «η αμαρτία οδηγεί στην πτώση», ας γελάσουμε με τα χάλια μας -είναι η πιο ευχάριστη εκδοχή του αυτομαστιγώματος. Ύπνος και αδράνεια, αντί για αναζήτηση και δράση.

ΔΑΦΝΕΣ ΚΑΙ ΠΙΚΡΟΔΑΦΝΕΣ ΣΤΟ ΘΕΑΤΡΟ ΜΟΥΣΟΥΡΗ

Αξιοποιώντας τη δραματουργική αρτιότητα του έργου, ο Φιλιππίδης μεγέθυνε την κωμική του διάσταση, με την εξής παράδοξη ‘σύγκλιση’: η γνωστή, πληθωρική μανιέρα του συναντά το υποκριτικό δαιμόνιο του Γιώργου Κιμούλη, που όντας ένας ευφυής δραματικός ηθοποιός μπορεί εύκολα να αναδείξει τη κωμικότητα του ρόλου του. Το κωμικό πρόσωπο κινείται «στις παρυφές του μηδενός του» και, όπως εύστοχα το έχει διατυπώσει ο Χρήστος Μαλεβίτσης, «Η κωμωδία δεν μειώνει τα αναστήματα –δείχνει ότι ταυτοχρόνως τα μεγάλα είναι και μικρά».

Στο αντίποδα Φιλιππίδη-Κιμούλη ισορροπούν ο Θανάσης Παπαγεωργίου (σαν από άλλο έργο) και ο Πυγμαλίων Δαδακαρίδης (ηθοποιός με μέτρο και ήθος, εδώ σε μία πολύ καλή στιγμή του).


Αφήστε σχόλιο

Παρακαλούμε συνδεθείτε για να αφήσετε σχόλιο.