• Buzz
  • COCK - ΚΡΙΤΙΚΗ
COCK - ΚΡΙΤΙΚΗ

COCK - ΚΡΙΤΙΚΗ


0.0/5 κατάταξη (0 ψήφοι)

Το θεατρικό έργο Cock του Άγγλου θεατρικού συγγραφέα Μάικ Μπάρτλετ (Michael (Mike) Bartlett) σκηνοθετεί στο Θέατρο Αθηνών ο Μίνως Θεοχάρης. Γραμμένο το 2009, έκανε πρεμιέρα το Νοέμβριο του 2011 στο Royal Curt Theatre του Λονδίνου και στη Νέα Υόρκη το 2012. Στο επίκεντρο της ιστορίας είναι ο Τζον, ένας γκέι άντρας που βρίσκεται σε σχέση με το σύντροφό του για 7 χρόνια και οι οποίοι αντιμετωπίζουν τα κλασσικά προβλήματα της μακρόχρονης συμβίωσης, αποφασίζοντας να χωρίσουν προσωρινά για να επαναπροσδιορίσουν τη σχέση τους. Τα πράγματα περιπλέκονται όταν στη ζωή του μπαίνει μια γυναίκα, με την οποία συναντώνται στην καθημερινή τους μετακίνηση, γνωρίζονται, διερευνούν μαζί τις ετεροφυλοφιλικές σεξουαλικές του διαθέσεις και την ερωτεύεται. Αισθάνεται διχασμένος μεταξύ της πολύχρονης γκέι σχέσης του και της νέας προοπτικής να κάνει σχέση με γυναίκα με ορίζοντα οικογένειας και παιδιών. Διαμορφώνεται έτσι ένα ιδιότυπο ερωτικό τρίγωνο με τα δύο φύλα (άντρας-γυναίκα) να διεκδικούν τον ίδιο άντρα με τις ίδιες πιθανότητες. Όταν ο σύντροφός του Τζον μαθαίνει για την απιστία του, γίνεται έξαλλος και καλεί την κοπέλα σε δείπνο με παρούσες όλες τις πλευρές σε μία τελική μάχη για το ποιος θα τον κερδίσει. Τη μετάφραση του έργου έχει κάνει η Κατερίνα Ευαγγελάτου κι έχει καταφέρει να μείνει πιστή στο πνεύμα και την κωμική γραμμή του λόγου. Η απόδοση του κειμένου έγινε από το σκηνοθέτη.

Ο Μϊνως Θεοχάρης σκηνοθετεί την παράσταση επιχειρώντας να αναπτύξει την κοινωνική πτυχή της ιστορίας μέσα από μια κωμική οπτική, χωρίς όμως να χάνει την ουσία της και με το συνδυασμό αυτό να κάνει τα μηνύματα του έργου σαφή και ξεκάθαρα. Ο κεντρικός νοηματικός πυρήνας της σεξουαλικής ταυτότητας και κατά πόσον αυτή υπόκειται σε ταμπέλες αποκαλύπτεται με έναν αιχμηρό τρόπο, αλλά εξαντλείται σύντομα μέχρι τα μισά του έργου. Στη συνέχεια το ίδιο το κείμενο αναμασά τα ίδια μοτίβα λόγου και την ίδια προβληματική με την παράσταση αναπόφευκτα να κάνει κοιλιά, καθώς στερείται λύσεων και καταφεύγει σε σχηματικές επαναλήψεις λεκτικών και κινητικών στερεοτύπων και εικόνων για να κρατήσει την προσοχή του θεατή στα τεκταινόμενα. Η εξέλιξη της ιστορίας τελματώνεται, καθώς η αναποφασιστικότητα του κεντρικού ήρωα γίνεται κλισέ, αναπαράγεται με βαρετό τρόπο, ενώ τα κωμικά στιγμιότυπα δεν αρκούν για να ανανεώσουν ή έστω να περισώσουν το ρυθμό και να κρατήσουν μια ροή. Η εμφάνιση του πατέρα στη σκηνή του γεύματος αναθερμαίνει κάπως το ενδιαφέρον, αλλά μόνο προσωρινά, καθώς και αυτός ο χαρακτήρας εντάσσεται γρήγορα στο γενικότερο κλίμα. Παρόλο που το συναίσθημα παίζει, θεωρητικά, σημαντικό ρόλο στις διαπροσωπικές σχέσεις του ερωτικού τριγώνου, στην παράσταση είναι σχεδόν ανύπαρκτο και όπου υπάρχει κινείται επιφανειακά και στα όρια της παρωδίας. Οι ανισοβαρείς ερμηνείες δεν έδωσαν την απαιτούμενη χημεία στους χαρακτήρες επί σκηνής και οι εντάσεις τους δεν είχαν ειδικό βάρος και υπόσταση.

Ο Ηλίας Μουλάς αναλαμβάνει το ρόλο του Τζον, το ερωτικό μήλον της έριδος μεταξύ του άντρα και της γυναίκας της ιστορίας. Συχνά με μέτρια άρθρωση και με λόγο επίπεδο, άχρωμο και χωρίς πάθος ή εσωτερική φλόγα, δεν καταφέρνει ούτε καν να πλησιάσει την ουσία του ήρωα που υποδύεται. Ακόμα και οι τρυφερές του σκηνές με τον εκάστοτε παρτεναίρ του δεν έχουν ένταση ή ερωτική χημεία και δε βγάζουν καμία αληθοφάνεια. Και φυσικά στερούνται εντελώς συναισθήματος και αισθαντικότητας. Ο Δημήτρης Μακαλιάς ερμηνεύει τον άντρα-σύντροφο του Τζον επί επταετία. Είναι ένας ηθοποιός που έχει αυθεντική κωμική φλέβα και μπορεί να αυτοπαρωδείται χωρίς να γελοιοποιεί τους χαρακτήρες του. Η σκηνοθετική προσέγγιση δεν ανέπτυξε καθόλου την ανθρώπινη πλευρά του ήρωά του, αλλά προτίμησε να τον προσανατολίσει προς την καρικατούρα και κάποια κινητικά κλισέ ναρκισσισμού, μη δίνοντάς του την ευκαιρία να τον αποδώσει ολοκληρωμένα και με σαφήνεια. Επωμίστηκε όλο το κωμικό μομέντουμ της παράστασης και κατάφερε να το βγάλει εις πέρας αξιοπρεπώς και με πολλή ενέργεια, αλλά χωρίς ποικιλία. Η Φωτεινή Αθερίδου παίζει τη γυναίκα που μπαίνει στη ζωή του Τζον, την αναστατώνει και τον κάνει να αμφισβητήσει τη σεξουαλική του ταυτότητα. Ο λόγος της στυλιζαρισμένος και μονότονος, οι εκφράσεις και οι κινήσεις της άνευρες και ασυντόνιστες, ενώ και η θηλυκότητα της ηρωίδας της που προβάλλει το κείμενο γι' αυτή, είχε ελάχιστες ευκαιρίες να εκδηλωθεί στην εξέλιξη του έργου. Η ερωτική της χημεία με τον Τζον απούσα, ενώ και στη σκηνή της λεκτικής της μάχης με τον άντρα αντίζηλό της δεν είχε ούτε δυναμική, ούτε ένταση, ούτε αρκετό πάθος για να με πείσει ότι πραγματικά διεκδικεί με πείσμα έναν άνθρωπο για τη ζωή της. Τέλος, ο Αλέξανδρος Καλπακίδης παίζει τον πατέρα του συντρόφου του Τζον, που συμμετέχει στο γεύμα, για να στηρίξει ψυχολογικά το γιο του. Έμπειρος ηθοποιός, κρατά την αξιοπρέπεια του χαρακτήρα του, καταφέρνει να ανταποκριθεί στις απαιτήσεις του ρόλου με μέτρο, προσπαθώντας να επηρεάσει τον Τζον. Χωρίς ερμηνευτικές ακρότητες με πράο και συχνά μειλίχιο λόγο, αποτελεί ουσιαστικό σκηνικό αντίβαρο στη (θεωρητική) εκρηκτικότητα των άλλων χαρακτήρων.

Ο σκηνικός χώρος της Ηλένιας Δουλαδίρη είχε μια ομοιόμορφη ταπετσαρία να καλύπτει το παρασκήνιο, από το οποίο έμπαιναν και έβγαιναν οι ηθοποιοί. Θα προτιμούσα και κάποια μικρά σκηνικά αντικείμενα να δίνουν μεγαλύτερη ζωή στο χώρο και να χρησιμοποιούνταν δημιουργικά στην εξέλιξη της ιστορίας. Τα κοστούμια της ίδιας είχαν έναν υφέρποντα σαρκασμό όσον αφορά τις βαθύτερες σκέψεις των ηρώων και ήταν αντιπροσωπευτικά για τον καθένα. Ο σχεδιασμός των φωτισμών έγινε από το Μίνωα Θεοχάρη και είχε πολύ καλές στιγμές τόσο στα γενικότερα πλάνα, όσο και στα "πορτραίτα" των ηθοποιών.

Συμπερασματικά, στη σκηνή του Θεάτρου Αθηνών, είδα μια παράσταση ενός έργου το οποίο πραγματεύεται το σύγχρονο ζήτημα της σεξουαλικής ταυτότητας, αλλά το περιεχόμενό του εξαντλείται γρήγορα και ανακυκλώνει κάποια εύκολα στερεότυπα. Η σκηνοθεσία έχει την πρόθεση να τονίσει τη διαφορετικότητα των φύλων, αλλά και το γεγονός ότι τα συναισθήματα και η ειλικρίνεια των σχέσεων δεν έχουν φύλο. Και αυτή σύντομα όμως εξαντλεί τα ευρήματά της, καταφεύγει σε επαναλήψεις, με το ρυθμό να πέφτει σταδιακά και το ενδιαφέρον του θεατή να ακολουθεί τα ίδια μονοπάτια. Οι ερμηνείες συχνά υποτονικές και χωρίς την απαραίτητη σκηνική χημεία, αδυνατούν (με λίγες εξαιρέσεις) να αποδώσουν τις ιδιαιτερότητες των ηρώων που υποδύονται. Ένα εγχείρημα που προσπάθησε, αλλά δεν κατάφερε να βρει τους στόχους του.


Αφήστε σχόλιο

Παρακαλούμε συνδεθείτε για να αφήσετε σχόλιο.