• Buzz
  • BILLY ELLIOT THE MUSICAL - ΚΡΙΤΙΚΗ
BILLY ELLIOT THE MUSICAL - ΚΡΙΤΙΚΗ

BILLY ELLIOT THE MUSICAL - ΚΡΙΤΙΚΗ


3.7/5 κατάταξη (23 ψήφοι)

BILLY ELLIOT - THE MUSICAL. Το έργο γραμμένο από το Lee Hall, σε πρωτότυπη μουσική του Elton John, σκηνοθετημένο στην ελληνική εκδοχή του από το Δημήτρη Λιγνάδη, ανέβηκε στη σκηνή του Παλλάς.

Βασισμένο στην ταινία του Stephen Daldry, "Μπίλυ Έλλιοτ, Γεννημένος Χορευτής", παρακολουθεί τις περιπέτειες του 11χρονου Μπίλυ, σε μια περίοδο κρίσης στη Μεγάλη Βρεττανία, όταν η τότε πρωθυπουργός Μάργκαρετ Θάτσερ, αποφάσισε να κλείσει τα ανθρακωρυχεία και οι εργάτες ξεκίνησαν ξεκίνησαν απεργία διαρκείας.

Ο μικρός Μπίλυ το σκάει από το μποξ που τον υποχρεώνουν να παρακολουθεί, χωρίς να του αρέσει και από ένα τυχαίο γεγονός, αρχίζει να παρακολουθεί μαθήματα χορού, ένα πάθος που θα εξοργίσει την οικογένειά του, όταν αποκαλυφθεί.

Παρόλες τις σκληρές συνθήκες ζωής των ανθρακωρύχων, στο τέλος συντάσσονται όλοι με τον Μπίλυ, αποδέχονται το πάθος του και τον βοηθούν συγκεντρώνοντας λεφτά για οντισιόν στη Βασιλική Ακαδημία Μπαλέτου του Λονδίνου, όπου γίνεται τελικά δεκτός, αποδεικνύοντας ότι ακόμα και σε έναν κόσμο που καταρρέει, με πίστη στα όνειρά μας όλα μπορούν να είναι εφικτά.

Η μετάφραση του Αντώνη Γαλέου, απλή, στρωτή και κατανοητή, όπως ακριβώς ταιριάζει σε ένα μιούζικαλ, όπου η μουσική και ο χορός παίζουν τον πρωτεύοντα ρόλο.

Ο Δημήτρης Λιγνάδης ανέλαβε το δύσκολο σκηνοθετικό εγχείρημα, να διατηρήσει την ατμόσφαιρα του αυθεντικού μιούζικαλ, αλλά και να δέσει αρμονικά πρόζα, χορό και τραγούδι, με έναν εξαιρετικά πολυπληθή θίασο επί σκηνής. Δυστυχώς, πέρα από την ατμόσφαιρα αυτή, διατήρησε και όλα τα κακώς κείμενα της συγκεκριμένης παράστασης.

Η διάρκειά της είναι πολύ μεγάλη και συχνά η επανάληψη κάποιων μοτίβων διαμαρτυριών και ανούσιων τραγουδιών κουράζει, με αποτέλεσμα να χάνεται η συγκέντρωση του θεατή, την οποία επαναφέρει μόνο η παρουσία του Μπίλυ σε σκηνές με χορό.

Σε μία παράσταση, όπου το τραγούδι παίζει σημαντικό ρόλο, θα περίμενε κανείς, οι επιλογές του σκηνοθέτη, να περιλαμβάνουν ηθοποιούς με τουλάχιστον πολύ καλές φωνητικές δυνατότητες. Αυτό δεν το είδα στη σκηνή του Παλλάς, καθώς άκουσα μέτριες ως καλούτσικες φωνές, οι οποίες όμως αδυνατούσαν να δώσουν κάποιο ιδιαίτερο ηχόχρωμα ή ειδικό βάρος στα τραγούδια.

Κάποια τμήματα των τραγουδιών, ερμηνεύτηκαν σχεδόν υπό μορφή πρόζας για να καλυφθούν αδυναμίες, ενώ ακόμα και ο Μπίλυ, (εκείνης τη μέρας), στις ψηλές νότες είχε πρόβλημα.

Κάποια από τα ομαδικά χορευτικά, είχαν έλλειμμα συντονισμού, αλλά εκεί ίσως να έφταιξε και το άγχος της πρεμιέρας και υπάρχουν περιθώρια διορθωτικών κινήσεων. Οι σκηνές της πρόζας (δυσανάλογα λίγες για τη διάρκεια της παράστασης) είχαν συχνά μια αμηχανία και κενά ανεξήγητης σιωπής των πρωταγωνιστών. Σε κανένα σημείο όμως, δε φάνηκε διάθεση επεμβατικότητας από το σκηνοθέτη για να ζωηρέψουν και να αποκτήσουν το δέον ενδιαφέρον.

Σε πολλές σκηνές, οι ηθοποιοί έδειξαν να παίζουν περισσότερο αυτοσχεδιαστικά, παρά οργανωμένα. Οι σκηνές με χιούμορ ήταν ελάχιστες και κυρίως χάρη στην ενθουσιώδη παρουσία των παιδιών και της γιαγιάς, ενώ στο δεύτερο μέρος διατηρήθηκε μετέωρη μια έντονη ατμόσφαιρα μελό. Ο ρυθμός της παράστασης είχε πολλά σκαμπανεβάσματα και μόνο κάποιες εντυπωσιακές σκηνές χορού, προσπάθησαν να σώσουν την όλη παράσταση.

Ο Ανδρέας Καρτσάτος που έπαιξε τον Μπίλυ Έλιοτ, ξεκίνησε λίγο μουδιασμένα, αλλά σύντομα βρήκε τα πατήματά του. Φωνητικά ήθελε ακόμα δουλειά, αλλά στις σκηνές πρόζας και χορού, ήταν πάρα πολύ καλός. Ένα νέο παιδί, που αν συνεχίσει σε αυτά τα μονοπάτια και κάνει σωστές επιλογές, θα το ξανασυναντήσουμε σύντομα.

Η Αθηνά Μαξίμου, ερμηνεύοντας τη δασκάλα του χορού του Μπίλυ, ήταν συγκριτικά η πιο καλή παρουσία ενήλικου ηθοποιού στη σκηνή του Παλλάς. Αν κι αυτή αντιμετώπισε κάποια προβλήματα με τις ψηλές νότες και κατέφυγε σε πρόζα για να τα ολοκληρώσει, κινητικά και ερμηνευτικά, έβγαλε πάθος, διάθεση και ενέργεια, γεμίζοντας με την εντυπωσιακή παρουσία της τη σκηνή.

Κάτι που δεν είδα στον Αιμίλιο Χειλάκη στο ρόλο του πατέρα, ο οποίος σε ελάχιστες στιγμές του έβγαλε ένταση.

Ο Αποστόλης Τότσικας, αδερφός του Μπίλυ στην παράσταση, κυμάνθηκε και αυτός στο ίδιο μήκος κύματος, με αποτέλεσμα η παρουσία του να γίνει αισθητή μόνο σε μία ή δύο περιπτώσεις προσωπικών συγκρούσεων και στις υπόλοιπες σκηνές απλά να παρευρίσκεται.

Ο Γιώργος Ψυχογιός στο ρόλο του εργάτη-προπονητή του μποξ, δεν έδειξε να μπαίνει στο πνεύμα του έργου και κατά συνέπεια στις απαιτήσεις του ρόλου του. Αρκετά σαρδάμ, πρόσωπο και φωνή ανέκφραστη και αχρωμάτιστη, αποτέλεσε από τους πιο αδύναμους κρίκους της παράστασης.

Η Νίκη Παλληκαράκη, η πεθαμένη μητέρα του Μπίλυ που τον επισκέπτεται συχνά στα όνειρά του, έδωσε μια συμπαθητική ερμηνεία, εκφραστική, αλλά -μοιραία- αρκετά μελό. Ηταν από τις εξαιρέσεις που στάθηκε καλά φωνητικά και δεν εκτέθηκε.

Η βετεράνος Τιτίκα Στασινοπούλου, στο ρόλο της χαριτωμένης γιαγιάς, οδήγησε έξυπνα το ρόλο της σε μονοπάτια που τα ξέρει πολύ καλά. Με έντονη κωμική χροιά στο λόγο της και απόλυτα εκφραστικό πρόσωπο, αποτέλεσε ένα από τα θετικά σημεία της παράστασης.

Να σημειωθεί ότι στο ρόλο του Μπίλυ Έλιοτ παίζουν εναλλάξ οι Ανδρέας Καρτσάτος, Πέτρος Ζαμπάκας και Σωτήρης Πιερράκος, ενώ τρία παιδιά (Δημήτρης Βανός, Παναγιώτης Τασούλης και Φοίβος Χονδρέλης) μοιράζονται και το ρόλο του Μάικλ, του κολλητού του Μπίλυ, ο οποίος ήταν αποκάλυψη στην πρεμιέρα, πολύ σπιρτόζος και κέρδισε δίκαια ένα ζεστό και έντονο χειροκρότημα.

Τον πολυπληθή θίασο συμπληρώνουν αλφαβητικά οι Σταύρος Βόλκος, Μαρία Γεροδήμου, Αλεξάνδρα Γρηγορίου, Παναγιώτης Διονυσακόπουλος, Πέτρος Ιωάννου, Παναγιώτης Μαλικούρτης, Γιάννης Μάνιος, Θοδωρής Μπουζικάκος, Βασίλης Μυλωνάς, Θεμιστοκλής Παυλής, Ορέστης Πετούα, Γιάννης Πλιάκης, Χρήστος Σμυρνής, Γιάννης Τσουμαράκης, Βαγγέλης Χαλκιαδάκης, Κώστας Χατζηδημητρίου και Ορφέας Χατζησπύρου, παίζοντας κυρίως ρόλο εργατών ή αστυνομικών.

Η χορογραφία του Δημήτρη Παπάζογλου, είχε ορισμένες εντυπωσιακές σκηνές που κέρδισαν αναμφίβολα το προσωπικό του στοίχημα και κορύφωσαν το ενδιαφέρον του θεατή, αν και στην αρχή διαπίστωσα κάποιους δισταγμούς και αμηχανία.

Η ενορχήστρωση του Γιάννη Χριστοδουλόπουλου χωρίς ιδιαίτερα προβλήματα, αν και η μουσική λίγες στιγμές κατάφερε να συναρπάσει.

Η απόδοση των στίχων στα ελληνικά από το Γεράσιμο Ευαγγελάτο.

Τα σκηνικά της Εύας Νάθενα είχαν στιγμές μεγάλης έμπνευσης και κάποιες άλλες λιγότερης, ενώ ίδια θα είναι τα σχόλιά μου και για τα κοστούμια της ίδιας, όπου τα γυναικεία είχαν μεγαλύτερη φαντασία από τα αντίστοιχα ανδρικά.

Οι φωτισμοί του Γιώργου Τέλλου, εύστοχοι και χωρίς να κυνηγούν εμφανώς τους ηθοποιούς στη σκηνή, αλλά φωτίζοντάς τους φυσικά και πολύπλευρα.

Συμπερασματικά, η πρώτη μεγάλη φετινή παραγωγή μιούζικαλ δε μου άφησε και τις καλύτερες εντυπώσεις. Και τολμώ να πω ότι με τα λεφτά που ξοδεύτηκαν για την παράσταση αυτή, θα περίμενα μια εμπειρία η οποία δε θα ξεχνιόταν γρήγορα. Χωρίς έμπνευση η σκηνοθεσία του κ. Λιγνάδη, μου έδωσε την εντύπωση ότι δεν καθοδήγησε ο ίδιος τους ηθοποιούς του και τους άφησε μόνους. Απλά βασίστηκε στο ταλέντο τους. Μεγάλη διάρκεια του έργου, σημαντικές φωνητικές αδυναμίες ήρθαν να προστεθούν στα παραπάνω και έμειναν μόνο κάποιες μικρές γόνιμες οάσεις, να προσπαθούν (μάταια) να σώσουν το τελικό αποτέλεσμα.

Δε θα είναι στη λίστα μου με τις καλές παραστάσεις της σεζόν.


Αφήστε σχόλιο

Παρακαλούμε συνδεθείτε για να αφήσετε σχόλιο.