• Buzz
  • ΑΡΙΣΤΟΣ - ΚΡΙΤΙΚΗ
ΑΡΙΣΤΟΣ - ΚΡΙΤΙΚΗ

ΑΡΙΣΤΟΣ - ΚΡΙΤΙΚΗ


4.3/5 κατάταξη (6 ψήφοι)

Την παράσταση "Αρίστος", βασισμένη στο βιβλίο του Θωμά Κοροβίνη με τίτλο "Ο Γύρος του Θανάτου", σκηνοθετεί στον Κάτω Χώρο του Θεάτρου του Νέου Κόσμου ο Γιώργος Παπαγεωργίου.
Γραμμένο το 2010 και βραβευμένο με το Κρατικό Βραβείο Μυθιστορήματος το 2011, έχει σαν κεντρικό του θέμα τη ζωή του Αριστείδη Παγκρατίδη, του φερόμενου και ως "Δράκου του Σέιχ Σου". Εννέα άνθρωποι διαφορετικού χαρακτήρα, με διαφορετικά βιώματα, οι οποίοι γνώρισαν σε κάποια περίοδο της ζωής τους τον Παγκρατίδη, μιλούν γι' αυτόν, εξιστορούν τις εμπειρίες τους, θυμούνται τα συναισθήματα που γέννησε μέσα τους η γνωριμία τους με αυτόν και συνθέτουν έτσι πτυχές του προφίλ και της προσωπικότητάς του.
Μεταφερόμαστε στη μεταπολεμική Θεσσαλονίκη, στις γειτονιές και τα σοκάκια της, όπου ένα φτωχό παιδί, είδε τον πατέρα του να εκτελείται, άρχισε να μεγαλώνει χωρίς να λάβει κάποια μόρφωση, καθώς η μητέρα του έλειπε δουλεύοντας για να εξασφαλίσει ένα μικρό μεροκάματο για την οικογένειά της και έγινε περιθωριακός από τα νεανικά του χρόνια. Κλείστηκε σε αναμορφωτήριο στην Κέρκυρα για κλοπή ποδηλάτου, δούλεψε από οικοδομή ως και το γύρο του θανάτου, ενώ εκδιδόταν για να καταφέρει να εξασφαλίσει ένα πιάτο φασολάδα. Το 1959 στο περιαστικό δάσος του Σέιχ Σου στη Θεσσαλονίκη διαπράχθηκαν βιασμοί και φόνοι με στόχο κυρίως νεαρά ζευγάρια, εγκλήματα για τα οποία κατηγορήθηκε ο Παγκρατίδης, ο οποίος και συνελήφθη. Ομολόγησε την ενοχή του κατόπιν πιέσεων, καταδικάστηκε το 1966 τετράκις εις θάνατον και εκτελέστηκε το Φεβρουάριο του 1968 στο ίδιο δάσος, με τις τελευταίες του λέξεις να απευθύνονται στη μητέρα του λέγοντας ότι είναι αθώος. Η διασκευή και η δραματουργική επεξεργασία του αρχικού κειμένου έγινε από τη Θεοδώρα Καπράλου και είχε ζωντάνια, αμεσότητα και θεατρικότητα, ενώ η γλώσσα είχε ροή, συνέχεια και μία έμφυτη λαϊκότητα.

Ο Γιώργος Παπαγεωργίου σκηνοθετεί την παράσταση επιδιώκοντας να αποτυπώσει τόσο τον ψυχικό και συναισθηματικό κόσμο των χαρακτήρων που γνώρισαν τον Παγκρατίδη, όσο και δομήσει με ακρίβεια και αιτιολόγηση το ταραγμένο ψυχολογικό προφίλ ενός νεαρού ατόμου που κατηγορήθηκε για ειδεχθή εγκλήματα.
Υπάρχουν συνεχείς νύξεις και αναφορές στο πολιτικοκοινωνικό πλαίσιο στο οποίο κινείτο η χώρα την εποχή που διαδραματίστηκαν τα γεγονότα της ιστορίας και τις συνέπειες που είχαν στη μοίρα του Αρίστου. Η σκηνοθεσία παραθέτει στιγμιότυπα της ζωής του, δημιουργεί εικόνες που κρατούν την ισορροπία μεταξύ συναισθήματος και κριτικής σκέψης και αφήνει το θεατή να αξιολογήσει πρόσωπα, γεγονότα και μαρτυρίες και στη συνέχεια να καταγγείλει ή να αποδεχτεί την αλήθεια που γεννήθηκε μέσα του. Οι σκηνές διαδέχονται η μία την άλλη με γρήγορο ρυθμό και αμεσότητα, οι ηθοποιοί εναλλάσσουν τους χαρακτήρες που υποδύονται και περιγράφουν τα γεγονότα με τρόπο ανεπιτήδευτο αλλά έντονα βιωματικό, εκμεταλλευόμενοι έτσι με τον καλύτερο τρόπο την εγγύτητά τους με τους θεατές (η σκηνή με την Ελένη Ουζουνίδου να ψήνει ελληνικό καφέ στο γκαζάκι είναι απόλυτα χαρακτηριστική).
Ο λόγος απλός, λαϊκός, κατανοητός, με χιούμορ, αλλά και έντονο συναίσθημα, σκιαγραφεί καθημερινούς ανθρώπους της διπλανής πόρτας, αλλά και το γενικότερο περιρρέον κλίμα μιας σκοτεινής ιστορικά εποχής. Οι άνθρωποι που καταθέτουν τις προσωπικές τους εμπειρίες για τον Παγκρατίδη συνθέτουν ένα είδος ανθρωπογεωγραφικού ψηφιδωτού της εποχής και της πόλης, με τον καθένα να έχει άλλο γλωσσικό ύφος, άλλες καταβολές και άλλη καθημερινότητα. Η σκηνοθεσία φροντίζει έτσι ώστε παράλληλα με την κεντρική ιστορία και την εξέλιξή της, να αναπτύσσονται αριστοτεχνικά και όλες οι μικρές παράπλευρες ιστορίες. Υπάρχουν πολλές δευτερεύουσες κορυφώσεις, πικρό χιούμορ, η κόντρα μεταξύ δικαίου και αδίκου, η συνειδητοποίηση και αποδοχή ευθυνών, αιτίων και ενοχών και γνήσιο, αυθεντικό, ανθρώπινο συναίσθημα που δε φοβάται την εκδήλωσή του, αλλά ποτέ δεν ξεπερνά το μέτρο. Αυτό το μέτρο, η συνέπεια και η προσήλωση σε μία πιστή θεατρική απόδοση της ιστορίας είναι εμφανή παντού στην παράσταση. Από τη διάρκειά της, μέχρι τις σχεδόν αψεγάδιαστες ερμηνείες των ηθοποιών. Ένας μουσικός συχνά παρεμβαίνει ζωντανά στην αφήγηση, ντύνοντας με μουσική και στίχους τους καημούς και τα βάσανα των ηρώων.

Οι τρεις ηθοποιοί (με αλφαβητική σειρά Μιχάλης Οικονόμου, Ελένη Ουζουνίδου και Γιώργος Χριστοδούλου) υποδύονται εννέα ρόλους ανθρώπων που σε κάποια στιγμή της ζωής τους γνώρισαν προσωπικά τον Παγκρατίδη και μπόρεσαν να διαμορφώσουν προσωπική άποψη γι' αυτόν. Η μητέρα του και μία παραδουλεύτρα φίλη της, ένας παιδικός του φίλος, ένας αχθοφόρος που δούλευε κι αυτός για ένα πενιχρό μεροκάματο, το αφεντικό του στο γύρο του θανάτου, ένας καθαρευουσιάνος αστός, ένας περιπτεράς-χαφιές του καθεστώτος, η τραγουδίστρια σε λαϊκό κέντρο, ένας αστυνομικός που έκρυβε επιμελώς τις πολιτικές του πεποιθήσεις και η τραβεστί Λολό.
Εξαρχής σου δίνουν την εντύπωση μιας σφιχτής και δουλεμένης ομάδας, μιας παρέας, όπου ο καθένας δούλεψε πρωταρχικά για το σύνολο με τη σκηνική τους χημεία να είναι σχεδόν ιδανική. Μοιάζουν σα να βρίσκονται σε μία σκυταλοδρομία μονολόγων-εξομολογήσεων με τη σκυτάλη να περνά με ένα τρόπο μαγικό από τον ένα στον άλλο. Όταν ο ένας ερμήνευε, οι άλλοι δύο τον παρακολουθούσαν ευλαβικά και τον/την κοιτούσαν στα μάτια. Κανείς δεν υστέρησε, κανείς δεν κατέθεσε λιγότερο ταλέντο και ιδρώτα από τον άλλο. Με μία απλή κίνηση αλλάζουν πρόσωπο, αλλάζουν διάθεση, αλλάζουν στάση σώματος, αλλάζουν έκφραση, αλλάζουν χαρακτήρα.
Ο Μιχάλης Οικονόμου είναι ο ατσαλάκωτος, τυπικός και μπουρζουάς συμβολαιογράφος, αλλά και ο χωροφύλακας που νιώθει, καταλαβαίνει αλλά φοβάται. Πώς όμως να μη χαραχθεί έντονα στη μνήμη η Λολό του με τα καλιαρντά της, την ειρωνεία της, αλλά και την κρυφή της συγκίνηση και ανθρωπιά; Δεν αναλώνεται σε μία απλή και εύκολη καρικατούρα, αλλά αποκαλύπτει τον άνθρωπο πίσω από την εικόνα, βιώνει με αυθεντικότητα το ρόλο στο πετσί του και σε αναγκάζει να τρίβεις τα μάτια και να αναρωτιέσαι σα θεατής μήπως σε απατά η ίδια σου η όραση.
Η Ελένη Ουζουνίδου είναι η μάνα, η ενοχική, η λαϊκή, η απλή, η τραγική, που με ένα δάκρυ κι ένα λυγμό συνειδητοποιεί τις ευθύνες της, τα λάθη της και μετανιώνει που δεν μπόρεσε να σταθεί δίπλα στο παιδί της και να του δώσει την αγάπη που του έλειψε.
Είναι όμως και η λαϊκή τραγουδίστρια που έχει παλμό, μπρίο, τσαχπινιά, θηλυκότητα, αλλά και μία κούραση στο βλέμμα που δείχνει να βγαίνει βαθιά από την ψυχή της. Δύο ρόλοι, δύο αντίθετοι πόλοι εξαιρετικά ερμηνευμένοι από την ίδια ηθοποιό. Όσο για την επαναλαμβανόμενη σκηνή στην έναρξη που έχει να κάνει με τα κινητά των θεατών, αποδεικνύει πόσο έξυπνο, λεπτό και βαθύ χιούμορ διαθέτει.
Την τριάδα συμπληρώνει ο Γιώργος Χριστοδούλου, που δε διστάζει να παίξει με ένταση, δυναμισμό και πάθος ρόλους κόντρα στο γλυκό και πράο παρουσιαστικό του. Γίνεται με την ίδια άνεση και ερμηνευτική ωριμότητα ο αποκρουστικός και γλοιώδης περιπτεράς χαφιές, ο αυθόρμητος και ανθρώπινος ιδιοκτήτης του γύρου του θανάτου, αλλά και ο συγκινητικός, συμπάσχων φίλος του Παγκρατίδη από την Τούμπα.
Στην τελευταία δε σκηνή του μονόλογου του ίδιου του Αρίστου, ένιωσα τους θεατές (του εαυτού μου συμπεριλαμβανομένου) να κρατούν την ανάσα τους, για να μη διακόψουν μια σκηνή απόλυτης συνειδητοποίησης και συντριβής.
Ο μουσικός Γιώργος Δούσος συνοδεύει ζωντανά με τις νότες και τις μελωδίες του τους ηθοποιούς και δίνει ένταση στον πόνο, τους καημούς και το πάθος των χαρακτήρων.

Η Κατερίνα Αριανούτσου έχει την επιμέλεια του σκηνικού χώρου και καταφέρνει με λίγα και προσεκτικά επιλεγμένα σκηνικά αντικείμενα να δώσει σε αυτόν το μικρό χώρο προσωπικότητα, φαντασία και λειτουργικότητα.
Τα κοστούμια της ίδιας απλά, λαϊκά, σε γήινο και παραδόξως ανθρώπινο και ζεστό μαύρο χρώμα, συμβάλλουν δημιουργικά στη διαρκή μεταμόρφωση των ηρώων.
Η κινησιολογική προσέγγιση της Μαρίζας Τσίγκα έχει μια ήρεμη τελετουργία στο σχεδιασμό της και συνοδεύει εξαιρετικά τη μυσταγωγία του λόγου.
Οι φωτισμοί του Αλέκου Αναστασίου εστιάζουν στοχευμένα και με ακρίβεια στον κάθε ήρωα-αφηγητή και δημιουργούν μια υποβλητική και φορτισμένη συγκινησιακά ατμόσφαιρα.

Συμπερασματικά, στον Κάτω Χώρο του Θεάτρου του Νέου Κόσμου, είδα μια παράσταση που έμελλε να αποτελέσει σχεδόν ιδανική σκηνική μεταφορά ενός βραβευμένου λογοτεχνικού έργου, χωρίς να χαθεί ούτε ίχνος από την ουσία και τα νοήματα του αρχικού κειμένου. Έχει αισθητική, έχει συναίσθημα, έχει πολλή μελέτη και δουλειά, αλλά κυρίως αποπνέει ευαισθησία, ανθρωπιά, τρυφερότητα και ψυχή από τους συντελεστές της. Το τρίπτυχο συγγραφέας, σκηνοθέτης και ηθοποιοί, αποτέλεσε ένα ευτυχές συναπάντημα ταλέντου και προσωπικότητας.


Αφήστε σχόλιο

Παρακαλούμε συνδεθείτε για να αφήσετε σχόλιο.