• Buzz
  • ΑΛΕΚΑ ΠΑΪΖΗ - ΠΙΣΤΕΨΕ ΦΑΝΑΤΙΚΑ ΣΤΟ ΟΝΕΙΡΟ
ΑΛΕΚΑ ΠΑΪΖΗ - ΠΙΣΤΕΨΕ ΦΑΝΑΤΙΚΑ ΣΤΟ ΟΝΕΙΡΟ

ΑΛΕΚΑ ΠΑΪΖΗ - ΠΙΣΤΕΨΕ ΦΑΝΑΤΙΚΑ ΣΤΟ ΟΝΕΙΡΟ


0.0/5 κατάταξη (0 ψήφοι)

          Είναι αδύνατον να ξεχαστεί εκείνη η γυναίκα - κορίτσι, που γνώρισα ένα ανοιξιάτικο μεσημέρι του 1998, στη χαράδρα των βασανιστηρίων της Μακρονήσου.
Εκείνη που περιλαμβανόταν στις «100 πιο επικίνδυνες γυναίκες», όταν βρισκόταν στην άλλη εξορία της, στο Τρίκερι.
          Η πρώτη εντύπωση που μου έκανε αυτό το αέρινο πλάσμα, με το λευκό πάνινο καπελάκι για προστασία από τον καυτό ήλιο, ήταν ότι όσα φρικτά και τρομακτικά διηγιόταν, τα συνόδευε μ' ένα συνεχές χαμόγελο.
          Μιλούσε για το σκοτάδι που έζησε, με ένα πρόσωπο ήρεμο και ολόφωτο. Απέναντί μου ήταν η Αλέκα Παΐζη, η μεγάλη κυρία του ελληνικού θεάτρου, που σαν σήμερα, το 2009, «έφυγε» από τη ζωή.
          Το έχω ξαναγράψει εδώ, οι δικοί μας «άγιοι» δεν χάνονται ποτέ από δίπλα μας. Πάντα βρίσκουν τη σωστή στιγμή να μας τραβήξουν από το μανίκι, υπενθυμίζοντάς μας κάτι...
          Πρώτος ο Γιάννης Ρίτσος, στο «Εικονοστάσιο Ανωνύμων Αγίων», το έκανε, περιγράφοντας, συγκλονιστικά, πορτρέτα αγωνιστών, εδώ όμως, στο εικονοστάσι μιας δημοσιογράφου, φωτίζεται σήμερα μια μεγάλη ηθοποιός, μια αλύγιστη, γενναία, ασυμβίβαστη, ακέραιη και συνεπής αγωνίστρια.
          Τη γνώρισα «γυρίζοντας» μια εκπομπή για τους ανθρώπους που εκτοπίστηκαν για να ...συνετιστούν στη Μακρόνησο, σ' εκείνον τον Παρθενώνα του θανάτου, στο ζοφερό Εθνικό Αναμορφωτήριο.
          Εκεί όφειλαν ν' αναβαπτιστούν και ν' αλλάξουν τα φρονήματά τους, τις ιδέες τους, τα ιδανικά τους. Να γίνουν εθνικόφρονες!
          Τη μέρα του γυρίσματος, παρακολουθούσα μαγνητισμένη τον τρυφερό τρόπο με τον οποίο αγκάλιαζε τις παλιές της συνεξόριστες, τον φλογερό λόγο που εκφώνησε, τον σεβασμό και τη συγκίνηση που είχε καταθέτοντας στεφάνι σ' αυτούς που χάθηκαν, την νεανική φωνή της όταν διηγιόταν τα μαρτύριά της, κι ενώ μιλούσε για τέρατα και δαίμονες, εκείνη λες και ομόρφαινε όλο και πιο πολύ. Ξαναγινόταν το νεαρό κορίτσι, που την εικόνα του θα μπορούσε να έχει η κοινωνία που ονειρευόμαστε.
          Κι ύστερα, σκεφτόμουν πως ενώ υπάρχουν, τελικά, κάποια πρόσωπα, με τέτοιο μέγεθος, τόση γοητεία, τέτοια ακτινοβολία που σε κατακτούν από την πρώτη στιγμή, όταν μετά, προστίθενται το ήθος, η δύναμη, η αξιοπρέπεια, η αγωνιστικότητα, καταλαβαίνεις κάτι πολύ πιο σημαντικό. Νιώθεις ότι αυτοί ακριβώς είναι οι δικοί σου άνθρωποι, έχουν συγγένεια μαζί σου, είναι από τη δική σου πλευρά, από τη σωστή πλευρά της Ιστορίας. Όταν, μάλιστα, μου είπε και τη φράση «Εγώ πίστεψα φανατικά στο όνειρο», βεβαιώθηκα ότι το ίδιο παζλ μάς ένωνε.

          Μας χτυπούσαν με υπόκρουση Μπετόβεν!
          Εκεί λοιπόν, σ' αυτό το «Μέγα Σχολείον της Εθνικής Αναμορφώσεως», τον τόπο εξορίας που υπήρχε από την εποχή της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας, στο ελληνικό Άουσβιτς, όπου πάνω από 100.000 πολιτικοί εξόριστοι έζησαν και βασανίστηκαν, αρρώστησαν, τρελάθηκαν, αυτοκτόνησαν, δολοφονήθηκαν, εκεί στην κόλαση του αιματοβαμμένου στρατοπέδου, έμαθα ζωντανά, όχι από βιβλία και ταινίες, αλλά από πρώτο χέρι, από τους ίδιους τους πρωταγωνιστές, απίστευτες ιστορίες ανθρώπων που άντεξαν τα φριχτά μαρτύρια, την ψυχολογική βία και τα άγρια καταναγκαστικά έργα. Τέτοιες μέρες ήταν, το 1950, ανήμερα της γιορτής των Τριών Ιεραρχών, που χτυπήθηκαν άγρια οι εξόριστες γυναίκες στη Μακρόνησο. «Είχαν εντολή να χτυπάνε πρώτα τις πιο όμορφες και τις πιο νέες, για αυτό επέλεξαν τότε να χτυπήσουν πρώτα την Αλέκα μας», μου είχε πει στην εκπομπή μου «Ανθρωποι» της ΕΡΤ (που μπορεί να δει κανείς στο κανάλι μου στο YouTube #SeminaDigeniOfficial) η κόκκινη Πότα, η συνεξόριστή της Πότα Κακκαβά, από την Καλαμάτα. Η Πότα (που παραμένει μέχρι σήμερα δραστήρια και μάχιμη και δεν σταματάει να λέει πως θα 'ναι πάντα με τους ξεβράκωτους και τους αδικημένους), ήταν τότε στην ίδια σκηνή με την Αλέκα, ενώ μαζί τους ήταν και μια ηλικιωμένη γυναίκα που είχε παραφρονήσει και παρακαλούσε, ουρλιάζοντας, τους εορτάζοντες Τρεις Ιεράρχες να γλιτώσουν τόσες αθώες γυναίκες από τη μανία των βασανιστών τους. Η Παΐζη μού έλεγε: «Εδώ μας οδήγησαν τον Φλεβάρη του 1950 1.200 γυναίκες που συμμετείχαμε στην Εθνική Αντίσταση. Αφού είχαμε αντιμετωπίσει τον γερμανικό φασισμό, αντιμετωπίζαμε μετά και τον εγχώριο ξενοκίνητο φασισμό».
          - Θυμάστε ακόμη την εικόνα εκείνης της βαρβαρότητας;
          - Πεντακάθαρα. Δεν είχε φέξει ακόμη και όρμησαν πάνω μας σαν λυσσασμένοι, αλφαμίτες και αξιωματικοί με όπλα, ρόπαλα, βούρδουλες. Μας χτυπούσαν με μουσική υπόκρουση ...Μπετόβεν, αλλά και επιστράτευση της «Αντιγόνης» (τύπου «Εσείς οι γυναίκες δε γεννηθήκατε να μισείτε, αλλά ν' αγαπάτε») και με ενδιάμεσα εμβατήρια «η Ελλάδα ποτέ δεν πεθαίνει», κάποιες τις βασάνισαν έως θανάτου. Μια μέρα και μια νύχτα κράτησε το μαρτύριό μας.
          - Τι ηλικίας ήταν αυτές οι γυναίκες;
          - Ήταν από 16 μέχρι 80 χρόνων και, μάλιστα, κάποιες απ' αυτές τιμωρήθηκαν απλώς γιατί είχαν έναν γιο, έναν πατέρα, έναν αδελφό, έναν άντρα που ήταν στο αντάρτικο και αγωνιζόταν για ελευθερία και δικαιοσύνη.
          Κι η Πότα συμπλήρωνε: «Υστερα άρπαζαν τα κάπως μεγαλύτερα παιδιά από τις μάνες τους και άλλα τα έστελναν στις άθλιες παιδουπόλεις της Φρειδερίκης κι άλλα τα πουλούσαν στο εξωτερικό».

          Οι ανεπίδεκτοι στη χαράδρα
          Μόνο όταν συζητούσαμε με την Παΐζη, δίπλα στη χαράδρα των βασανιστηρίων στη Μακρόνησο, μόνο τότε είδα κάποιες σκιές στα μάτια της, μου μιλούσε σαν να μονολογούσε: Εδώ βρίσκονταν αυτοί που δε βλέπαμε, οι ανεπίδεκτοι, εδώ να ξέρεις - και να το πεις στην εκπομπή σου - δοκιμάστηκε η έννοια της λέξης άνθρωπος! Τότε μου αποκάλυψε και την ύπαρξη της ασθένειας... Μακρονησίτιδας, αυτής δηλαδή που προκαλούσε το απαίσιο κλίμα αυτού του αφιλόξενου βράχου, με τον τρομακτικό αέρα που καθημερινά σήκωνε ψηλά σκηνές και ανθρώπους. Της είχα ζητήσει να επαναφέρει την πιο όμορφη ανάμνηση από αυτήν την κόλαση. «Όλα όσα θυμάμαι από εδώ ήταν κατάμαυρα. Το μόνο φωτεινό που κρατάω μέσα μου είναι η τεράστια αλληλεγγύη που είχαμε μεταξύ μας. Δώσαμε τη μάχη της αξιοπρέπειας, χωρίς αυταπάτες πως θα μας σεβαστούν επειδή ήμασταν γυναίκες. Άλλωστε δε σταματούσαν να ουρλιάζουν με ντουντούκες πως «όποιος δεν υπογράφει πεθαίνει». Ήξεραν, βέβαια, πως από την Παΐζη δε θα αποσπούσαν δήλωση, γι' αυτό προχώρησαν σε άλλο καψόνι. Την έσυραν καταματωμένη απ' τα χτυπήματα στο διοικητήριο, όπου της ζητήθηκε να ετοιμάσει μια παράσταση, η οποία θα ξεπλύνει τον ζόφο και θα παρουσιάσει τη Μακρόνησο ως έναν ...ειδυλλιακό τόπο πολιτισμού και ψυχαγωγίας! Κάθε «όχι» της επέσυρε κι ένα νέο βασανιστήριο! Κι όσο πιο χυδαίοι γίνονταν αυτοί, τόσο πιο πολύ εκείνη θύμωνε. Δεν τους πέρασε, φυσικά. Η Παΐζη γεννήθηκε σε πλούσια οικογένεια, σπούδασε στη σχολή του Εθνικού Θεάτρου και αργότερα εντάχθηκε στο ΕΑΜ και μετά στο ΚΚΕ. Στο σπίτι της εκδόθηκε το πρώτο παράνομο φύλλο του «Ριζοσπάστη». Συνελήφθη επανειλημμένως από τους Γερμανούς και κρατήθηκε στη Μέρλιν, αλλά κι από τους Έλληνες διώκτες της και είχε την ευκαιρία να γνωρίσει το πώς βασανίζουν και στη Γενική Ασφάλεια. Η 21η Απρίλη τη βρίσκει να πρωταγωνιστεί στο ΚΘΒΕ, την κυνηγούν, φυγαδεύεται στο Λονδίνο και μετά στην Ιταλία, αναπτύσσοντας σημαντική αντιδικτατορική δράση. Στον τελευταίο αποχαιρετισμό στις 6/2/2009, υπογραμμίστηκε η «δίψα της για δημιουργία», η «πίστη της στον απελευθερωτικό ρόλο της Τέχνης, του Πολιτισμού, στο πλαίσιο μιας ηθικής που ενδιαφέρεται για το κοινό καλό, αλλά και για την εξύψωση και ολοκλήρωση της ανθρώπινης προσωπικότητας». Το 90χρονο κορίτσι από την Κρήτη δεν πρόλαβε να παίξει στη «Σονάτα του Σεληνόφωτος», που ήθελε πολύ. Πρόλαβε, όμως, να υπηρετήσει το θέατρο για περισσότερα από 60 χρόνια, ερμηνεύοντας σπουδαίους ρόλους. Θα θυμάμαι το πάντα αισιόδοξο και χαμογελαστό πρόσωπό της στις συναντήσεις μας. Όπως θα τη θυμάμαι να απαγγέλλει από το «Πόλεμος και Ειρήνη», του Μαγιακόφσκι, σε μετάφραση Ρίτσου:
«Προς εκείνους
που τρίζουν ακόμα τα δόντια τους
... μπορεί απ' τους καπνούς και τους πολέμους
φλομωμένη η γη να μην ξανασηκώσει το κεφάλι της;
... Κι αυτός ο ελεύθερος που κηρύττω άνθρωπος
θα 'ρθει
πιστέψτε το
πιστέψτε με»


Αφήστε σχόλιο

Παρακαλούμε συνδεθείτε για να αφήσετε σχόλιο.