• Buzz
  • 12 ΛΕΠΤΑ ΑΠΟ ΤΟΝ 'ΚΡΗΤΙΚΟ' ΤΟΥ Δ. ΣΟΛΩΜΟΥ
12 ΛΕΠΤΑ ΑΠΟ ΤΟΝ 'ΚΡΗΤΙΚΟ' ΤΟΥ Δ. ΣΟΛΩΜΟΥ

12 ΛΕΠΤΑ ΑΠΟ ΤΟΝ 'ΚΡΗΤΙΚΟ' ΤΟΥ Δ. ΣΟΛΩΜΟΥ


5.0/5 κατάταξη (2 ψήφοι)

  • Ημερομηνία: Παρασκευή, 08/04/2016 11:04
  • Συντάκτης: Onlytheater
  • Κατηγορία: Rewind

Ο Διονύσιος Σολωμός (8 Απριλίου 1798 - 9 Φεβρουαρίου 1857) ήταν Έλληνας ποιητής, περισσότερο γνωστός για τη συγγραφή του ποιήματος Ύμνος εις την Ελευθερίαν, οι πρώτες δύο στροφές του οποίου έγιναν ο εθνικός ύμνος των Ελλήνων (Ελλάδας και Κύπρου). Κεντρικό πρόσωπο της Επτανησιακής σχολής, ο Διονύσιος Σολωμός θεωρήθηκε και θεωρείται ο εθνικός ποιητής των Ελλήνων, όχι μόνον γιατί έγραψε τον Εθνικό Ύμνο, αλλά και γιατί αξιοποίησε την προγενέστερη ποιητική παράδοση (κρητική λογοτεχνία, Δημοτικό τραγούδι) και ήταν ο πρώτος που καλλιέργησε συστηματικά τη δημοτική γλώσσα και άνοιξε τον δρόμο για τη χρησιμοποίησή της στη λογοτεχνία, αλλάζοντας ακόμη περισσότερο τη στάθμη της. Σύμφωνα με τις απόψεις του δημιουργούσε «από τον ρομαντισμό μαζί με τον κλασικισμό ένα [...]είδος μιχτό, αλλά νόμιμο[...]».

Εκτός από τον Ύμνο εις την Ελευθερίαν, τα σπουδαιότερα έργα του είναι: Ο Κρητικός, Ελεύθεροι Πολιορκημένοι, Ο Πόρφυρας, Η Γυναίκα της Ζάκυθος, Λάμπρος. Το βασικό χαρακτηριστικό της ποιητικής παραγωγής του είναι η αποσπασματική μορφή: κανένα από τα ποιήματα που έγραψε μετά τον Ύμνο εις την Ελευθερίαν δεν είναι ολοκληρωμένο και με ελάχιστες εξαιρέσεις, τίποτα δεν δημοσιεύτηκε από τον ίδιο. Ο Κώστας Βάρναλης περιέγραψε εύστοχα την αποσπασματικότητα του σολωμικού έργου με τη φράση «...(Ο Σολωμός) πάντα τα έγραφε, αλλά ποτές του δεν τα έγραψε».

 

Ο Κρητικός

Έκοίταα, κι ήτανε μακριά ακόμη τα’ ακρογιάλι·

«Αστροπελέκι μου καλό, για ξαναφέξε πάλι!»

Τρία αστροπελέκια επέσανε, ένα ξοπισω στ’ άλλο,

Πολύ κοντά στην κορασιά με βρόντημα μεγάλο·

Τα πέλαγα στην αστραπή κι ό ουρανός αντήχαν,

Οι ακρογιαλιές και τα βουνά μ’ όσες φωνές κι αν είχαν.

 

2 [19]

Πιστέψετε π’ ό,τι θα πω είν’ ακριβή αλήθεια,

Μα τές πολλές λαβωματιές πού μόφαγαν τα στήθια,

Μα τους συντρόφους πόπεσαν στην Κρήτη πολεμώντας,

Μα την ψυχή πού μ' έκαψε τον κόσμο άπαρατώντας.

(Λάλησε, Σάλπιγγα! κι' εγώ το σάβανο τινάζω,

Και σχίζω δρόμο και τς αχνούς αναστημένους κράζω:

«Μην είδετε την ομορφιά που την Κοιλάδα αγιάζει;

Πέστε, να ιδήτε το καλό εσείς κι ο, τι σας μοιάζει.

Καπνός δε μένει από τη γή' νιος ουρανός εγίνη'

Σαν πρώτα εγώ την αγαπώ και θα κριθώ μ’ αυτήνη.

—Ψηλά την είδαμε πρωί· της τρέμαν τα λουλούδια

Στη θύρα της Παράδεισος που εβγήκε με τραγούδια

Έψαλλε την Ανάσταση χαροποιά η φωνή της,

Κι έδειχνεν ανυπομονιά για να ‘μπει στο κορμί της·

Ο Ουρανός ολόκληρος αγρίκαε σαστισμένος,

Το κάψιμο αργοπορούνε ο κόσμος ο αναμμένος"

Και τώρα ομπρός την είδαμε· ογλήγορα σαλεύει·

Όμως κοιτάζει εδώ κι εκεί και κάποιονε γυρεύει»).


Αφήστε σχόλιο

Παρακαλούμε συνδεθείτε για να αφήσετε σχόλιο.