«Η ΚΟΥΖΙΝΑ» | ΚΡΙΤΙΚΗ

«Η ΚΟΥΖΙΝΑ» | ΚΡΙΤΙΚΗ


5.0/5 rating 1 vote

          Τοποθετημένο στο Λονδίνο του 1957, στην πολύβουη κουζίνα του Τίβολι, το έργο του Άρνολντ Γουέσκερ «Η Κουζίνα»- που ανέβηκε για πρώτη φορά στο Royal Court το 1959 - βασίζεται στην εμπειρία του σε κουζίνες εστιατορίων στο Παρίσι και το Λονδίνο. Η δράση διαδραματίζεται κατά τη διάρκεια μιας ημέρας σε μια κουζίνα εστιατορίου, που εξυπηρετεί 2000 πελάτες και την οποία διευθύνει ο εμμονικός με το κέρδος κύριος Μαράνγκο.
          Το έργο του Γουέσκερ σχεδιάστηκε για να αναδείξει την απανθρωποποιητική επίδραση της εργασίας σε ακραίες συνθήκες. Όλα δημιουργούν ένα χαοτικό και εξαιρετικά πιεστικό περιβάλλον, όπου οι εργαζόμενοι αγωνίζονται να ολοκληρώσουν τα καθήκοντά τους, εν μέσω ανταγωνισμών, ζήλιας, φλερτ και παροδικών στιγμών συμπάθειας. Διαφορετικές γλώσσες και προσωπικότητες αναμειγνύονται, αλληλοεπηρεάζονται και αλληλοεπικαλύπτονται. Βλέπουμε ανθρώπους στα όριά τους. Κάθε συναίσθημα εντείνεται. Δεν υπάρχει ποιοτικός χρόνος για να ονειρευτούν, να ερωτευθούν, να ζήσουν. Σημασία έχει μόνο η ποσότητα και όχι η ποιότητα.
          Η πρώτη πράξη συμβαίνει την ώρα του σερβιρίσματος του μεσημεριανού γεύματος, όπου οι παραγγελίες αρχίζουν να κατακλύζουν το ήδη υπερβολικά φορτωμένο προσωπικό της κουζίνας και η δεύτερη την ώρα του δείπνου. Οι δύο αυτές πράξεις χωρίζονται από ένα διάλειμμα. Εδώ η θορυβώδης αναταραχή αντικαθίσταται από ηρεμία και γαλήνη. Βλέπουμε μία πιο ανθρώπινη εικόνα του προσωπικού. Συμμετέχουν σε ένα παιχνίδι εκμυστήρευσης των ονείρων τους. Μερικοί από αυτούς που μένουν στην κουζίνα, έχουν μια φιλική συζήτηση και μιλούν για τα συναισθήματα και τις ανησυχίες τους. Όλοι παραπονιούνται και φαντάζουν εξαντλημένοι, απελπισμένοι και δυσαρεστημένοι με τις εργασιακές και οικογενειακές τους συνθήκες. Όμως, δεν λαμβάνουν κανένα αποτελεσματικό μέτρο για να τις βελτιώσουν. Ένα συναίσθημα αγάπης και μίσους έχει δημιουργηθεί.
          Όλοι επιθυμούν να ξεφύγουν από την κουζίνα, αλλά φαίνεται ότι δεν έχουν καλύτερη επιλογή. Φαντασιώνονται συνθήκες εργασίας που βασίζονται στη δικαιοσύνη και την ανθρωπιά. Καθώς η συζήτησή τους εξελίσσεται, βλέπουμε την κουζίνα ως μια μεταφορά, έναν μικρόκοσμο ενός μεγαλύτερου κόσμου.
          Ο συγγραφέας σκιαγραφεί πόσο απάνθρωπο είναι να εργάζεσαι σε ένα τόσο πιεστικό περιβάλλον και η χορογραφία του έργου από τον Γιώργο Κουτλή είναι πιστή σε αυτό. Ο συγχρονισμός υψηλής ταχύτητας του προσωπικού τονίζει ότι, σε αυτόν τον κόσμο, ως άτομα, δεν έχουν σημασία - γίνονται μία μηχανή, μία γραμμή παραγωγής εργοστασίου. «Αυτό δεν είναι μέρος για έναν άνθρωπο», παραπονιέται ο νέος μάγειρας. «Μπορείς να συνηθίσεις τα πάντα αν χρειαστεί», «Βγάλε τον καλύτερό σου εαυτό στη δουλειά», το συνηθισμένο ρεφρέν. Η θεαματική κατάρρευση του Γερμανού Πίτερ (στην παράσταση είναι ο Πολωνός Αντρέι) στο δεύτερο ημίχρονο αποτελεί παράδειγμα πόσο επικίνδυνη μπορεί να είναι αυτή η στάση.
          Η δεύτερη πράξη συνεχίζει τη φρενίτιδα της προετοιμασίας και του σερβιρίσματος του δείπνου, ενώ ξεσπά μία έντονη λογομαχία. Ο Αντρέι τρελαμένος από οργή, αρχίζει να σπάει πράγματα, κάτι που μετατρέπει τον καβγά σε πλήρη αναταραχή. Όλος ο θόρυβος τραβάει τον ιδιοκτήτη του εστιατορίου στην κουζίνα για να επαναφέρει την τάξη.
          Το σκηνικό της Ελένης Στρούλια - μία τεράστια λεπτομερής ανοιχτή επαγγελματική κουζίνα, που γεμίζει κάθε σπιθαμή της σκηνής του θεάτρου Κιβωτός, είναι το πιο πικάντικο συστατικό του έργου. Το ίδιο το κείμενο είναι λιγότερο δυναμικό. Ένα μεγάλο χωνευτήρι ιδεών και πολυπολιτισμικών προσωπικοτήτων. Αν και το έργο του Άρνολντ Γουέσκερ υπονοεί απόμακρες πολυπλοκότητες, με μια σειρά από δευτερεύουσες πλοκές που δεν έχουν εξερευνηθεί, στην πραγματικότητα μοιάζει λίγο αδύναμο. Πρόκειται για μια ενεργητική εξερεύνηση του ταχέως μεταβαλλόμενου και αναπτυσσόμενου πληθυσμού του Λονδίνου.
          Ωστόσο, υπάρχει μία εξαιρετική συμμετρία στη δομή της κουζίνας, που αποτυπώνει διακριτά την αίσθηση του ωρολογιακού μηχανισμού που υπάρχει στον χώρο. Ο έλεγχος αυτού του είδους της τρέλας δεν είναι εύκολο πράγμα και η σκηνοθεσία κρατάει τα ηνία αρκετά σφιχτά. Ένα πολυπρόσωπο θεατρικό έργο ενορχηστρωμένο επιδέξια και ευφάνταστα από τον Γιώργο Κουτλή, όπου οι ρυθμοί και τα βήματα εκτελούνται στον πόντο. Κατά καιρούς, η παράσταση μοιάζει έντονα ρεαλιστική και, άλλες φορές, σουρεαλιστική. Ο κυκλοθυμικός, παρορμητικός, αλλά γοητευτικός Αντρέι, του Μιχάλη Σαράντη, η θυελλώδης σχέση του με την παντρεμένη Μονίκ και η βίαιη λογομαχία του με μία συνάδελφο σερβιτόρα βρίσκονται στο επίκεντρο του δράματος. Όσο η κουζίνα βρίσκεται σε πλήρως οργανωμένο χάος, τόσο πιο εντυπωσιακό είναι το αποτέλεσμα. Οι εναλλαγές οδηγιών και εντολών είναι τόσο χρονικά εναρμονισμένες που μοιάζουν απολύτως φυσικές. Υπάρχει μια υπέροχη αίσθηση ότι παρά τους καβγάδες, το προσωπικό της κουζίνας μοιράζεται τα προβλήματά του ως κοινότητα. Το καστ μεταφέρει αυτή την ανθρωπιά με αγάπη. Όταν ένα γρανάζι στον εύθραυστο μηχανισμό σταματά να παίζει τον ρόλο του, ολόκληρο το σύστημα καταρρέει. Σαφώς, παρεμβάλουν και όμορφοι ψίθυροι ποίησης σε όλη την παράνοια που επικρατεί όπως το ερωτικό love story του Αντρέι με την Μονίκ (Ιωάννα Δεμερτζίδου), το ολιγόλεπτο διάλειμμα εκμυστήρευσης των ονείρων από το προσωπικό, η ευβλαβική προετοιμασία ενός σάντουιτς από τα χέρια του Αντρέι για την καλή του, η αναπάντεχη «προφητική» εισβολή ενός αστέγου στην κουζίνα.
          Οι καλοσχεδιασμένοι φωτισμοί της Ελίζας Αλεξανδροπούλου, η οργανική κίνηση του Αλέξανδρου Σταυρόπουλου και το ευεργετικό ηχοτοπίο του Παναγιώτη Μανουηλίδη, που συντίθεται από τα ίδια τα κουζινικά σκεύη, εκτός της τρομπέτας του Πίτερ Τζέικς, υπηρετούν και στηρίζουν, στο έπακρον, τη σκηνοθετική οπτική.
          Ένα ensemble δεκατεσσάρων ηθοποιών και μουσικών κινείται με τέτοια ενάργεια, ευθυβολία και σκηνική αυτοτέλεια, που δεν παρεκλίνει λεπτό από το ρυθμό. Η δυναμική της ομάδας αποτελεί κυρίαρχο παράγοντα για την επιτυχημένη επίτευξη του στόχου. Οι Σαμουήλ Ακινόλα, Πολύδωρος Βογιατζής, Ιωάννα Δεμερτζίδου, Δανάη Καλούτσα, Ιλιάννα Καραπασιά, Γιώργος Κατσής, Ειρήνη Μακρή, Γιώργος Μπουκαούρης, Gary Salomon, Χρήστος Σαπουντζής, Μιχάλης Σαράντης, Αναστασία Στυλιανίδη, Πήτερ Τζέικς και Γιλμάζ Χουσμέν καταθέτουν τον καλύτερό τους εαυτό.
          Θα σταθώ ιδιαιτέρως σε ορισμένες ερμηνείες που έκαναν αισθητή τη διαφορά: στην αποκαλυπτική και συνάμα αποθεωτική ερμηνεία του Μιχάλη Σαράντη στον πρωταγωνιστικό ρόλο του Πολωνού σεφ «Αντρέι», που εκπέμπει μία αλήθεια, μία δύναμη ψυχής και μια αποστομωτική ειλικρίνεια σε ένα ρόλο-πρόκληση.
          Ο Γιώργος Κατσής, υποκριτικά ακριβής, στον ρόλο του σκληροτράχηλου «Μάξ», που φοβάται να ονειρευτεί και συγκινητικά καλός ο χαμηλόφων Γιλμάζ Χουσμέν. Ο Χρήστος Σαπουντζής ψυχογραφεί με σκηνική προσήνεια τον κυνικό σεφ και ο Πολύδωρος Βογιατζής αποδεικνύεται εύγλωττος στον διττό του ρόλο.
          Όλη η ανθρωπότητα μέσα στη φασαρία και το χάος. Όλος ο κόσμος μία κουζίνα fast food. Φύγε όσο μπορείς, ζήσε πριν χαθείς. Πάρε ανάσα. Μία δυνατή εμπειρία. Τροφή για σκέψη…

 


Αφήστε σχόλιο

Παρακαλούμε συνδεθείτε για να αφήσετε σχόλιο.