ΔΑΦΝΙΣ ΚΑΙ ΧΛΟΗ - ΚΡΙΤΙΚΗ
- Ημερομηνία: Σάββατο, 14/09/2019 13:00
Το έργο του Έλληνα μυθιστοριογράφου Λόγγου με τίτλο "Δάφνις και Χλόη" σκηνοθέτησε στο μικρό θέατρο της αρχαίας Επιδαύρου ο Δημήτρης Μπογδάνος.
Ο συγγραφέας έζησε τη ρωμαϊκή εποχή, στις αρχές του 3ου μ.Χ. αιώνα και το έργο αυτό (που αποτελείται από τέσσερα (4) βιβλία) είναι το μοναδικό του που σώζεται. Το βουκολικό αυτό ειδύλλιο έγινε γνωστό στην Κεντρική Ευρώπη από την εποχή της Αναγέννησης. Στη Λέσβο δύο βοσκοί, ο Λάμων και ο Δρύας βρίσκουν στους στάβλους τους δύο εγκαταλελειμμένα βρέφη με τα αναγνωριστικά τους κοσμήματα να δείχνουν την ευγενή καταγωγή τους, τα οποία υιοθετούν και τους δίνουν τα ονόματα Δάφνις και Χλόη. Τα δύο παιδιά μεγαλώνοντας αναλαμβάνουν τη βοσκή των κοπαδιών των θετών τους γονιών, ενώ αρχίζουν να διαφαίνονται και τα πρώτα σκιρτήματα ενός μεγάλου μεταξύ τους έρωτα. Μετά από αρκετά προβλήματα και απαγωγές από τους πειρατές και την αμέριστη αρωγή του Έρωτα, του Πάνα και των Νυμφών ολοκληρώνουν τη σχέση τους. Επιστέγασμα της ευτυχίας τους θα γίνει η ανεύρεση των πραγματικών τους γονιών. Το έργο διακρίνεται για την εκλεπτυσμένη και λεπτομερειακή περιγραφή του έρωτα και της φύσης. Τη διασκευή υπογράφει ο σκηνοθέτης, ενώ τη μετάφραση και τη δραματουργική επεξεργασία του έργου η Τζιάνα Τσαϊλακοπούλου.
Ο Δημήτρης Μπογδάνος στη σκηνοθετική επιμέλεια της παράστασης, προβάλλει έντονα το ρομαντικό στοιχείο της ιστορίας και μια διάσταση παραμυθιού στην εξέλιξή της και εμβαθύνει στην ψυχοσύνθεση των ηρώων και στα έντονα συναισθήματά τους. Αναπόφευκτα μια μελό διάθεση είναι παρούσα, αλλά χωρίς υπερβολές και εκβίαση της συγκίνησης του θεατή. Στα στιγμιότυπα αλληλεπίδρασης των χαρακτήρων εμπλέκεται όλος ο θίασος, χωρίς οι προκαθορισμένοι ρόλοι να είναι πάντα οι ίδιοι και αυτά εναλλάσσονται με τα αφηγηματικά κομμάτια που προωθούν την πλοκή του έργου. Αυτά γίνονται είτε συλλογικά από το θίασο, είτε από τον κεντρικό αφηγητή της παράστασης, κάτι που μπορεί να μπερδέψει το κοινό και να τον κάνει να αναρωτηθεί για την αναγκαιότητα που εξυπηρέτησε η δισυπόστατη αφήγηση (έστω κι αν υπάρχουν υπόνοιες ενός "γηραιότερου" Δάφνι που ανακαλεί τις αναμνήσεις των νεανικών του χρόνων). Το εγχείρημα έχει κέφι, μπρίο, ζωντάνια, ανεμελιά και αποτυπώνει εύστοχα τις πρώτες ερωτικές περιπέτειες ενός νεαρού ζευγαριού επικουρούμενο από μεγάλες δόσεις επιμέρους ταλέντου από τους ηθοποιούς που συμμετέχουν. Το αδιάκοπο όμως τρεχαλητό τους σε όλο το μήκος και το πλάτος της σκηνής "αγχώνει" συχνά το θεατή, αποδυναμώνει ως ένα σημείο τη λυρικότητα του κειμένου και δεν επιτρέπει την πλήρη κατανόηση και τέρψη του αυτιού. Το χιούμορ που υπάρχει είναι πηγαίο, συχνά βασίζεται σε κάποια σκηνοθετικά ευρήματα (όπως η σκηνή της άφιξης των πειρατών) κι ενισχύει τη χαρίεσσα αισθητική που διατρέχει ολόκληρη την παράσταση.
Ο Δημήτρης Πασσάς αναλαμβάνει τον ρόλο του Δάφνι (ενώ συμμετέχει όπως όλοι στα ομαδικά στιγμιότυπα, κάνοντας τα πρόβατα, τις Νύμφες, τους βοσκούς ακόμα και τα στοιχεία της φύσης). Με τον ενθουσιασμό αρχικά ενός μικρού παιδιού, αλλά και την ορμητικότητα ενός νέου που μαθαίνει τη ζωή και τον έρωτα, θέτει την όμορφη εξωτερική του εμφάνιση στην υπηρεσία του ταλέντου του και σκιαγραφεί ένα χαρακτήρα δυναμικό, παθιασμένο, με την ψυχή του να γεννά ευαισθησία, τρυφερότητα και αγαπησιάρικη διάθεση.
Η Ηλέκτρα Φραγκιαδάκη παίζει τη Χλόη με την ίδια ερμηνευτική απλότητα και τον ενθουσιασμό ενός αγνού και αθώου κοριτσιού, που ακόμα κι όταν γίνεται γυναίκα, το παιδί μέσα της παραμένει ακμαίο. Μπριόζα, γλυκιά, τσαχπίνα, υπογραμμίζει πόσο απλή μπορεί να είναι η ανθρώπινη φύση και τα συναισθήματα που εκπορεύονται από αυτήν. Με τον συμπρωταγωνιστή της συγκρότησαν ένα εξαιρετικά ταιριαστό δίδυμο.
Ο Δημήτρης Μάριζας ερμηνεύει μεταξύ άλλων αμφότερους τους θετούς "πατρικούς" χαρακτήρες (Λάμων και Δρύας), αλλά και αυτόν του άρχοντα Διονυσοφάνη. Μπολιάζει τους ήρωές του με ένα πηγαίο κι αυθόρμητο χιούμορ, δε διστάζει να αυτοσαρκαστεί κι έχει κέφι και ζωντάνια.
Η Σωσώ Χατζημανώλη είναι η αντίστοιχη "διπλή" μητρική φιγούρα (Άπη και Μυρτάλη), αλλά και η βιολογική μητέρα της Χλόης. Γλυκιά, χαριτωμένη, ευαίσθητη, αλλά και με ανήσυχα μητρικά φίλτρα, αποτελεί ενεργό κύτταρο του "χορού" καταθέτοντας κι αυτή την ενέργεια και το ταλέντο της.
Η Φωτεινή Παπαχριστοπούλου ερμηνεύει τη Λυκαίνια, την πιο "σκοτεινή" ηρωίδα του έργου, η οποία ουσιαστικά εκμεταλλεύεται την ερωτική άγνοια του Δάφνι για την ικανοποίηση των προσωπικών της σεξουαλικών ορέξεων. Η σκηνική της παρουσία έχει και την πονηριά της "δασκάλας", αλλά και την καθαρά ανθρώπινη πλευρά της.
Η Λυδία Τζανουδάκη ως φτερωτός θεός Έρωτας δείχνει και πάλι να κατέχει τα μυστικά και τις ισορροπίες τέτοιων πονηρών και παιχνιδιάρικων ρόλων (αρκετά κοινά με την παρουσία της στο "Ξύπνα Βασίλη" του Εθνικού) και να τα βγάζει αυθόρμητα και πηγαία.
Ο Μάρκος Παπαδοκωνσταντάκης υποδύεται τον Γνάθωνα, ακόλουθο του άρχοντα Διονυσοφάνη, ο οποίος μαγεύεται από την ομορφιά του Δάφνι και τον θέλει για τον εαυτό του. Δημιουργεί ένα χαρακτήρα με πάθος, αλλά και δολιότητα για να επιτύχει τους στόχους του.
Ο Γιάννης Φέρτης στον ρόλο του αφηγητή, με τη χαρακτηριστική του φωνή δίνει κύρος και ειδικό βάρος στην αφήγηση. Στο τέλος ο χαρακτήρας του αφήνει υπόνοιες ότι είναι ο ηλικιωμένος Δάφνις που αναπολεί τις αναμνήσεις του. Θετική εντύπωση δημιουργεί το πόσο άνετα και φυσικά εντάσσεται σε ένα νεανικό θίασο και αποτελεί αναπόσπαστο κομμάτι του.
Η Έλλη Πασπαλά είναι η Νύμφη, αλλά και μια γηραιότερη Χλόη. Με τη μαγευτική φωνή της και την έμφυτη θεατρικότητά της εντάσσεται πλήρως στον χαρακτήρα του έργου και αποτυπώνει μια ευαίσθητη, προστατευτική μητρική παρουσία όσον αφορά τα δύο παιδιά.
Ο David Lynch, η συμμετοχή του οποίου στο έργο είναι καθοριστική, είναι ο μουσικός ο οποίος συμμετέχει ζωντανά στη σκηνή με φλάουτο, φλογέρες και κρουστά και διαμορφώνει τόσο τη μουσική όσο και το γενικότερο ηχητικό τοπίο της παράστασης.
Τη διαμόρφωση του σκηνικού χώρου ανέλαβε ο σκηνοθέτης και ήταν θαυμαστή η πολλαπλή εκμετάλλευση των δοχείων-σκαφών με νερό, είτε για τη ροή του υγρού για διάφορες χρήσεις, είτε για τον διαχωρισμό του χώρου σε ενότητες.
Τα κοστούμια της Βασιλικής Σύρμα σύγχρονα, αλλά με μία αντίληψη απλότητας που ταίριαξε με τον βουκολικό χαρακτήρα της ιστορίας.
Η κινησιολογία της Μαριάννας Καβαλλιεράτου χρησιμοποιεί όλο το μήκος και το πλάτος της σκηνής και είχε μια αρμονική συλλογικότητα για τον θίασο και μια τελετουργικότητα για τους ρόλους του αφηγητή και της Νύμφης.
Η μουσική του David Lynch περιελάμβανε τόσο τα τραγουδιστικά κομμάτια που εκτέλεσε συλλογικά ο θίασος, όσο και τις βουκολικές μελωδίες που εκτελούσε ο ίδιος και το ηχητικό τοπίο που διαμόρφωσε όλο το soundtrack και τους αναγκαίους φυσικούς ήχους του έργου. Τους φωτισμούς επιμελήθηκε ο Σάκης Μπιρμπίλης και είχε εναλλαγές ανοιχτών πλάνων (όταν ο θίασος είχε ομαδικές σκηνές) και άλλων πιο εστιασμένων στους εκάστοτε πρωταγωνιστές.
Συμπερασματικά, στο μικρό θέατρο της αρχαίας Επιδαύρου, παρακολούθησα μια παράσταση ενός κλασσικού βουκολικού δράματος της ελληνικής μυθιστοριογραφίας, σε μια χαριτωμένη εκδοχή που διατήρησε σε σημαντικό βαθμό τους χυμούς και τη ραχοκοκκαλιά του μύθου. Η σκηνοθετική προσέγγιση είχε ρυθμό, κέφι, σύγχρονη αισθητική και έδεσε αρμονικά την αφήγηση με τη σκηνική δράση. Η παιδική αθωότητα των ηρώων είναι παρούσα, όπως και η τρυφερότητα και η ευαισθησία των αισθημάτων τους, που παρασύρουν τον θεατή στον ιστό της ιστορίας και τον κάνουν να αναπολήσει προσωπικούς παλαιούς εφηβικούς έρωτες. Κάποια επαναληπτικότητα και μικρές κοιλιές δεν αποφεύγονται σε κάποιες σκηνές, αλλά η καλοδουλεμένη νεανική ερμηνευτική ομάδα με την επιτυχημένη αφομοίωση των έμπειρων Γιάννη Φέρτη και Έλλης Πασπαλά καταφέρνει τελικά με τη ζωντάνια και το ταλέντο της να μας ταξιδέψει στο σύμπαν της.