«ΤΑ ΔΕΚΑΝΙΚΙΑ Ή ΠΩΣ ΞΕΜΑΘΑ ΝΑ ΠΕΡΠΑΤΩ» | ΚΡΙΤΙΚΗ

«ΤΑ ΔΕΚΑΝΙΚΙΑ Ή ΠΩΣ ΞΕΜΑΘΑ ΝΑ ΠΕΡΠΑΤΩ» | ΚΡΙΤΙΚΗ


5.0/5 κατάταξη (55 ψήφοι)

          Μία από τις πιο αξιόλογες, γοητευτικές και απολαυστικές παραστάσεις είναι «ΤΑ ΔΕΚΑΝΙΚΙΑ Ή ΠΩΣ ΞΕΜΑΘΑ ΝΑ ΠΕΡΠΑΤΩ», της θεατρικής ομάδας «ART VOUVEAU». Πιστή στην καλλιτεχνική της ταυτότητα, παντρεύει αρμονικά το βωβό σωματικό θέατρο -στο στιλ της slapstick κωμωδίας του αμερικανικού κινηματογράφου- με τη ζωντανή μουσική, δημιουργώντας μια θεατρική εμπειρία υψηλού επιπέδου. Έξι ηθοποιοί, επί σκηνής, με αρωγό τη ζωντανή μουσική ενός πιάνου, εξιστορούν την ιστορία τους μοναδικά, δίχως λόγια αλλά με παντομίμα.
          Μία παράλογη ιστορία με ισχυρές δόσεις χιούμορ φέρνει στο φως την πάλη του ανθρώπου με τους δαίμονές του. Μια ιστορία γεμάτη σοφία, βασισμένη σε έναν σκοτεινό ινδικό μύθο, θίγει καίρια θέματα και στοχεύει στην επαναξιολόγηση τους με ψυχραιμία και δυναμική. Μία ολοζώντανη αλληγορία για το δίπολο κοινωνίας - εξουσίας, το δίκαιο της νομοθεσίας, την ανθρώπινη ελευθερία, την έλλειψη παρρησίας. Το έργο συνδέει αποτελεσματικά περιεχόμενο και φόρμα, υπενθυμίζοντας πέρα από την ψυχαγωγική, την κοινωνική του διάσταση. Εστιάζει διακριτά στον τρόπο που η πόλη αντιδρά συλλογικά απέναντι σε μια παράλογη διαταγή και πως μπορεί μετά από χρόνια να αφυπνιστεί και να ξαναπατήσει στα πόδια της.
          Ο Βασιλιάς μιας πολιτείας, μετά τον τραυματισμό του στο κυνήγι, αδυνατεί να περπατήσει και αναγκάζεται να χρησιμοποιήσει δεκανίκια. Επιβάλλει, τότε, σε όλους τους υπηκόους του, ανεξαιρέτως, να τα χρησιμοποιούν και οι ίδιοι. Όποιος δεν υπακούει στην εξωφρενική εντολή, τιμωρείται με θάνατο. Σταδιακά, επικρατεί η υποβοηθούμενη κίνηση. Έπειτα από χρόνια, θεωρείται και η μόνη φυσιολογική, καθώς το περπάτημα καταντά κάτι αφύσικο και ξένο. Ώσπου, μια μέρα, επισκέπτεται την πόλη ένας ξένος που περπατάει κανονικά και…
          Πρωταγωνιστές είναι οι πολίτες, ένα μωσαϊκό αναγνωρίσιμων τύπων της καθημερινής ζωής. Στη σκηνή παρελαύνουν αστοί και εργάτες, ερωτευμένοι και απατημένοι, καθωσπρέπει και αλήτες, αφελείς και πονηροί, γέροι και νέοι, καταπιεζόμενοι και καταπιεστές, όπως ο βασιλιάς και πλάι του ένα βασιλικό «κοράκι» με άσβεστη λαχτάρα για το στέμμα.
          Την παράσταση σκηνοθετεί, με πολλή φαντασία, η δημιουργός της ομάδας Δανάη Τίκου και την grotesque κίνηση επιμελείται ο Camilo Bentancor. Τον μύθο ζωντανεύουν, με αστείρευτη ενέργεια, διαρκή ρυθμό και ανεξάντλητη εκφραστικότητα, οι ηθοποιοί Τάσος Δημητρόπουλος, Αφροδίτη Κλεοβούλου, Θανάσης Μεγαλόπουλος, Johnny O, Φοίβος Συμεωνίδης και Δανάη Τίκου, ερμηνεύοντας πολλούς εναλλασσόμενους ρόλους. Η παράσταση συνοδεύεται από τη ζωντανή μουσική πιάνου, που ενώνεται με τη δράση των ηθοποιών, σε μουσική σύνθεση και εκτέλεση του Γιάννη Σελέκου. Ο ρόλος της μουσικής είναι κομβικός, γιατί γίνεται αυτομάτως η φωνή της ομάδας που σχολιάζει, κατευθύνει, υπογραμμίζει ή υπονομεύει τη δράση της.
          Πρώτη φορά παρακολουθώ τέτοιου είδους παράσταση και μένω άφωνη. Πρόκειται για μια απαιτητική συνθήκη με υψηλό δείκτη δυσκολίας. Τα πάντα εκτελούνται με χειρουργική ακρίβεια και δεν υπάρχει περιθώριο λάθους. Μια παράσταση δίχως λόγια αλλά με ουσία και λόγο ύπαρξης. Φτιαγμένη με όλα τα ωραία υλικά που την κάνουν ιδιαίτερη: ζωντάνια, ενέργεια, ρυθμό, άρτια κινησιολογία, έντονη εκφραστικότητα, ακρίβεια, πειθαρχία, ομαδικότητα, αισθητική, άψογο συντονισμό. Τα συναισθήματα ρέουν αβίαστα μέσω της έντονης και απελευθερωμένης σωματικότητας του θιάσου. Και είναι αξιοθαύμαστος ο καθάριος τρόπος αφήγησής τους. Τίποτα περιττό, όλα λειτουργούν άψογα.
          Το αφαιρετικό σκηνικό με τα συμβολικά αντικείμενα επιμελείται η Ελένη Βαρδαβά, όπως και τα κοστούμια εποχής των ηθοποιών.
          Τους εύστοχους φωτισμούς αναλαμβάνει ο Περικλής Μαθιέλλης.
          Έφυγα από το θέατρο πλήρης και με πλατύ χαμόγελο. Γιατί, τελικά, τίποτα δεν μου έλειψε από την παράσταση.


Αφήστε σχόλιο

Παρακαλούμε συνδεθείτε για να αφήσετε σχόλιο.