«ΤΑ ΦΩΤΑ ΤΗΣ ΠΟΛΗΣ» | ΚΡΙΤΙΚΗ

«ΤΑ ΦΩΤΑ ΤΗΣ ΠΟΛΗΣ» | ΚΡΙΤΙΚΗ


4.8/5 κατάταξη (59 ψήφοι)

          Ο Charlie Chaplin έχει προσφέρει ένα υψηλής ποιότητας έργο τέχνης στην παγκόσμια ιστορία της έβδομης Τέχνης. Η ταινία «Τα Φώτα της Πόλης» αποτελούν ένα αξεπέραστο και πολυεπίπεδο αριστούργημα, διευρενώντας σε βάθος τη δύναμη του αγνού έρωτα, τις ταξικές διαφορές ανάμεσα στους πλούσιους και τους φτωχούς και τη δυναμική του κινηματογράφου, που καταφέρνει να δημιουργήσει μία ποιητική ιστορία, δίχως φανταχτερές τεχνολογίες και δύσκολα εφέ.
          Η αλήθεια, είναι, πως ο Τσάπλιν αρνήθηκε να ξεφύγει από την τέχνη του βωβού και να χρησιμοποιήσει ήχο, διότι θεωρούσε πως αυτό θα αλλοίωνε όλα αυτά που εκείνος έχτισε σε αυτό το είδος. Τα γυρίσματα της ταινίας άρχισαν τον Δεκέμβριο του 1928 και ολοκληρώθηκαν τον Σεπτέμβριο του 1930 με πολλές εντάσεις, απολύσεις, επαναπροσλήψεις. Υπήρξε, μάλιστα, σκηνή που γυρίστηκε 342 φορές.
          Η υπόθεση είναι πολύ απλή και όμορφη και διαπνέεται από μια φυσική ευγένεια και ευαισθησία, εστιάζοντας στην ουσία των πραγμάτων ανάμεσα σε δύο απόκληρους της ζωής. Ο Σαρλώ ερωτεύεται μια φτωχή, τυφλή ανθοπώλη στην περίοδο του μεγάλου οικονομικού κραχ. Άφραγκος, αλλά αποφασισμένος να τη βοηθήσει να μαζέψει χρήματα για μια εγχείρηση που θα τη θεραπεύσει, κάνει ό,τι μπορεί με διάφορες μικροδουλειές - απατεωνιές. Στην πορεία των προσπαθειών του, σώζει από βέβαιο θάνατο -και γίνεται φίλος- έναν εκατομμυριούχο, ο οποίος τον συμπονάει, όταν είναι μεθυσμένος και τον απεχθάνεται νηφάλιος. Κάπως έτσι, ο ήρωας βρίσκεται μπλεγμένος σε διάφορες περιπέτειες για χάρη του έρωτά του. Μπαίνει φυλακή και όταν αποφυλακίζεται ξανασυναντά την κοπέλα, που έχει, πλέον, την όρασή της και εργάζεται σε ένα ανθοπωλείο. Μία από τις πιο μαγικές και συνάμα συγκινητικές στιγμές στην ιστορία του κινηματογράφου, η στιγμή της αποκάλυψης.
          Στα φώτα της πόλης, λοιπόν, όλοι προσπαθούν να επιβιώσουν σε έναν κόσμο άγριας επιθετικότητας και κυνισμού. Οι ζωές τους φαίνεται να μη διασταυρώνονται μέσα στο αστικό χάος. Ο αλητάκος, αυτός ο μοναχικός παρατηρητής, είναι μια περιθωριακή φιγούρα, μακριά από κάθε σύμβαση. Eισβάλλει στη ζωή των ανθρώπων, προκειμένου να τους δώσει νέες προοπτικές, να τους εμπνεύσει και να τους εμφυσήσει κουράγιο. Ελεύθερος από κάθε δέσμευση και αφελής σαν παιδί.
          Η ζωή του φαίνεται να αλλάζει όταν ανακαλύπτει την αγάπη στο πρόσωπο της τυφλής κοπέλας. Δεν αποτελεί πλέον το παρακμιακό άτομο που επιζητά μόνο το φαγητό και τη στέγασή του, όπως παλιά, αλλά αποκτά έναν αυτοσκοπό. Θέλει να βοηθήσει τη νεαρή κοπέλα για να αποκτήσει τη ζωή που της αξίζει. Θέλει απλά να είναι ευτυχισμένη.
          Οι διαφορές μεταξύ των κοινωνικών τάξεων είναι επίσης κάτι που σχολιάζει ο Τσάπλιν. Ο Σαρλώ, μολονότι ζει στο περιθώριο και αδυνατεί να βρει ακόμα και τα στοιχειώδη, φαίνεται να είναι χαρούμενος. Αντιθέτως, ο πλούσιος ζει μέσα στη δυστυχία, βυθίζεται στο αλκοόλ και προσπαθεί να αυτοκτονήσει. Σε μια από τις προσπάθειες αυτοκτονίας του, ο αλητάκος του σώζει τη ζωή. Ο εκατομμυριούχος θα τον ευχαριστήσει θερμά για την πράξη του και θα τον χαρακτηρίσει φίλο. Προσωρινά όμως, καθώς όταν η επιρροή του ποτού φεύγει, ο πλούσιος φαίνεται να ξεχνά παντελώς τον φίλο του και να νομίζει πως είναι ληστής. Οι άνθρωποι παραμένουν κοντά στις στιγμές ευδαιμονίας, φαίνεται, όμως, να διαχωρίζονται όταν το συμφέρον αποτελέσει το επόμενό τους κριτήριο.
          Στη σκηνή «Μαρίκα Κοτοπούλη» του θεάτρου «REX», η χορογράφος Αμαλία Μπένετ, ο Νικίτας Μιλιβόγιεβιτς και ο συνθέτης Θοδωρής Οικονόμου φτιάχνουν ένα ονειρεμένο, μιούζικαλ, που σε κυριεύει ως τα μύχια της ψυχής σου. Στο αριστούργημα «ΤΑ ΦΩΤΑ ΤΗΣ ΠΟΛΗΣ», το σλάπστικ δένει άψογα με το ρομάντζο, το ταξικό παιχνίδι με τον αλκοολικό εκατομμυριούχο είναι απολαυστικό, ενώ η τελειομανία του Chaplin συνθέτει μια κωμική χορογραφία με αλάνθαστη αίσθηση του ρυθμού, υπό τονική τελειότητα. Μια συνθήκη αστεία και τρυφερή, ένα αθώο παιχνίδι βασισμένο στο συναίσθημα, στο ένστικτο και στο σώμα. Ένα έργο γεμάτο μελωδίες. Με κινησιολογία χορογραφημένη στην εντέλεια, από το πρώτο μέχρι το τελευταίο λεπτό. Ο θεατής αντιλαμβάνεται την ιστορία μέσα από τα σώματα των ηθοποιών, που λειτουργούν άψογα επί σκηνής και εκφράζονται μόνο με κινήσεις, βλέμματα και τραγούδια άλλοτε εύθραυστα και άλλοτε δυναμικά. Η συγκίνηση είναι ουσιαστική και γίνεται πράξη. Κι αυτό είναι το μεγαλείο του Τσάπλιν: όποτε πάει να «γλιστρήσει» σε κάτι, έρχεται κάτι άλλο και τον φέρνει από την άλλη πλευρά…
          Η ζωντανή μουσική του Θοδωρή Οικονόμου και οι στίχοι του Σταύρου Σταύρου λειτουργούν αντιστικτικά στο σύνολο. Είναι το δομικό στοιχείο της θεατρικής παράστασης που δίνει τον παλμό, που επικοινωνεί νοήματα από τη σκηνή στην πλατεία. Η αφήγηση γίνεται με ρομαντικές μελωδίες γεμάτες φως και ελπίδα. Και πόσο όμορφο είναι να πλημμυρίζεις με συναισθήματα από τη ζεστή φωνή της Σαββίνας Γιαννάτου! Επίσης, οι ερμηνευτές Νικόλαος Ντούρος και Μίκης Παντελούς αφήνουν το στίγμα τους ως άτυποι αφηγητές στη ροή του έργου. Επί σκηνής, συναντάμε τους μουσικούς: Διονύση Βερβιτσιώτη (βιολί), Παρασκευά Κίτσο (κοντραμπάσο), Ιώ Λε Μολλέρ (μπαγιάν), Θοδωρή Οικονόμου (πιάνο) και Δημήτρη Χουντή (σαξόφωνο).
          Λειτουργικά και ευφάνταστα στην απλότητά τους τα σκηνικά της Τίνας Τζόκα συντελούν επικοδομητικά στο όλον.
          Τα αντιπροσωπευτικά, της εποχής του Μεσοπολέμου, κοστούμια του Άγγελου Μέντη είναι χάρμα οφθαλμών.
          Τα φώτα της Χριστίνας Θανάσουλα είναι μια άρτια δουλειά που σέβεται τον τίτλο του έργου.
          Όσο για τον πολυμελή θίασο, τα λόγια είναι πολύ φτωχά για να τον περιγράψει κανείς. Ένα παλλόμενο έργο τέχνης, ένα καλοκουρδισμένο σύνολο ουσίας που συνεχώς κάλπαζε σε μια απαιτητική συνθήκη υψηλού δείκτη δυσκολίας. Δεν υπήρχε ψεγάδι, το συναίσθημα και η σωματικότητα ήταν σε πλήρη πειθαρχία και άψογο συντονισμό. Κέντημα λεπτομέρειας, με πολλές ώρες σκληρής δουλειάς.
          Δε θα μπορούσα να μην αναφερθώ στον εξαιρετικό Προκόπη Αγαθοκλέους που πραγματικά φάνταζε σαν να έχει γεννηθεί για τον ρόλο του «Τσάρλι Τσάπλιν – Σαρλώ». Απλά ονειρεμένος σε κάθε «άγαρμπη» κίνηση, σε κάθε βλέμμα, σε κάθε μορφασμό!
          Μας γοήτευσε, ως «Τυφλή», η Αλεξάνδρα Αϊδίνη, με τη ζεστασιά και τη γλύκα της ερμηνείας της και μας συγκίνησε το τραγούδισμα της «Γιαγιάς» Υβόννης Μαλτέζου.
          Ο «Εκατομμυριούχος» του Έκτορα Λυγίζου ανέδειξε διακριτά την αμφισημία του ρόλου του.
          Ο Κώστας Μπερικόπουλος, ως «Μπάτλερ», υπήρξε απολαυστικός.
          Το καστ συμπληρώνουν επάξια οι Φίλιππος Άνθης, Στέλλα Αντύπα, Θοδωρής Βραχάς, Νίκος Ιατρού, Γρηγορία Μεθενίτη, Μάριο Μπανούσι, Ιωάννα Μπιτούνη, Νικόλας Ντούρος, Μίκης Παντελούς, Γιάννης Πρωτόπαππας, Κρις Ραντάνοφ, Θανάσης Ραφτόπουλος, Μαριάμ Ρουχάτζε, Κωνσταντίνος Σάμαα. Μια σφιχτοδεμένη ομάδα από ταλαντούχους ηθοποιούς με ενσυναίσθηση και αντίληψη του ρυθμού.
          «ΤΑ ΦΩΤΑ ΤΗΣ ΠΟΛΗΣ» λαμπυρίζουν έννοιες που μοιάζουν πια εξαφανισμένες. Αν πιστεύαμε λιγάκι, ίσως ο κόσμος μας να ήταν πολύ διαφορετικός. Μία μεγάλη στιγμή για το Εθνικό Θέατρο, ένα ακριβοθώρητο δώρο για τους θεατές. Γιατί η ποίηση γράφεται και χωρίς λόγια μερικές φορές…

 


Αφήστε σχόλιο

Παρακαλούμε συνδεθείτε για να αφήσετε σχόλιο.