«ΠΕΡΣΕΣ» | ΚΡΙΤΙΚΗ
- Ημερομηνία: Κυριακή, 18/09/2022 18:10
Το έργο «ΠΕΡΣΕΣ» είναι η πρώτη σωζόμενη τραγωδία που βασίζεται σε ιστορικό γεγονός και όχι σε μύθο. Ο Αισχύλος πολέμησε στη ναυμαχία της Σαλαμίνας και έγραψε, έπειτα από οκτώ χρόνια, μια ιστορία για τους ηττημένους Πέρσες, για την έπαρση της εξουσίας που αδιαφορεί για τους πολίτες της. Ίσως, γι’ αυτόν τον λόγο, αναφέρονται ενδελεχώς τα ονόματα των νεκρών, οι οποίοι δεν είναι πια αριθμοί, αλλά καρφιά και οδύνη για κάθε απώλεια.
Ο ποιητής ξεκινά την αφήγηση, σκιαγραφώντας με μεγαλειώδη τρόπο την περσική δύναμη, για να περιγράψει, λίγο παρακάτω, με τον ίδιο τρόπο, την πτώση και την ολική καταστροφή της. Αναφέρεται στον πόνο και τον θρήνο των συγγενών των νεκρών και ταυτόχρονα, θέτει κρίσιμα ερωτήματα για το νόημα του πολέμου, συγκρίνοντας δύο πολιτικά καθεστώτα - τη δημοκρατία και την απολυταρχία - και για το πώς λειτουργούν οι μηχανισμοί της εξουσίας σ' έναν λαό αδύναμο και καταποντισμένο.
Ο Δημήτρης Καραντζάς καταθέτει τη δική του ρηξικέλευθη πρόταση, πάνω στην αισχύλεια τραγωδία, με μία σύγχρονη συνθήκη. Με την αρωγή, τόσο της Γκέλυς Καλαμπάκα στη δραματουργική επεξεργασία, όσο και του Παναγιώτη Μουλλά στη μετάφραση, διασκευάζει με ουσία και αισθητική το πρωτότυπο κείμενο, φωτίζοντας φλέγοντα πανανθρώπινα ζητήματα. Μέσα από το έργο, διερευνάται ο τρόπος που ενδυναμώνεται η λαϊκή συνείδηση και σκιαγραφούνται οι διαδικασίες μέσα από τις οποίες εγγράφεται ένας πόλεμος στο σώμα της κοινωνίας. Δίνεται δημόσιο βήμα στον απλό, καταρακωμένο πολίτη που επαναστατεί μπροστά στον όλεθρο που έχει υποστεί. Το αντιπολεμικό στοιχείο είναι πολύ βαθύ στο έργο του Αισχύλου, το οποίο έχει μπολιαστεί εύστοχα από τον σκηνοθέτη με στίχους ποιημάτων ποικίλων εποχών.
Μια κοινωνία απολύτως δομημένη, ως πιστή στη μοναρχία, μπροστά στον αφανισμό των δικών της προσώπων, αρχίζει να αμφισβητεί και να ταρακουνά τα θεμέλια του πολιτεύματος. Σιγά - σιγά φαντασιώνεται την ελευθερία, προτείνει την ανυπακοή, διεγείρεται από την ιδέα της εξέγερσης, ονοματίζει, πλέον, ως υπεύθυνο τον βασιλιά και όχι τη μοίρα ή τα θεία. Μια κοινωνία, προδομένη από τα λάθη της πολιτικής εξουσίας της, μοιάζει μετέωρη και οργισμένη. Μια κοινωνία που έχει να διαχειριστεί την αλαζονεία και την φιλαυτία των πολιτικών αρχηγών της, παράλληλα θρηνεί όλον τον λαό της και οδηγείται σε έκρηξη, η οποία φανερώνει με πολύ πικρό τρόπο το ανέφικτο του κοινωνικού συμβολαίου.
Η επώδυνη αφήγηση γίνεται, αυτή τη φορά, μέσα από τα μάτια ενός διαφοροποιημένου Χορού. Στα Σούσα δε συναντάμε, πλέον, τους συμβουλάτορες της εξουσίας, αλλά Πέρσες και Περσίδες, διαφόρων ηλικιών που περιμένουν με αγωνία την έκβαση της πολεμικής επιχείρησης, του βασιλιά Ξέρξη, στην Ελλάδα. Αυτός ο υπάκουος λαός περνά από την πίστη στην αμφιβολία, την εξέγερση και κατόπιν στο αδιέξοδο και τον αλληλοσπαραγμό. Παρατηρούμε την ανάγλυφη μετακίνηση των πολιτών από τις εξέδρες των θεατών, για να διαμορφώσουν ένα κοινωνικό σύνολο που θα καταλήξει, τελικά, σε άμορφη μάζα.
Το κεκλιμένο σκηνικό, της Κλειούς Μπομπότη, αφαιρετικό και συμβολικό συνάμα με τους διεισδυτικούς φωτισμούς του Δημήτρη Κασιμάτη. Ένα προεξέχον ημικύκλιο καρφωμένο στο κοίλον της ορχήστρας, γίνεται, αυτομάτως, βήμα για μια δημόσια συζήτηση σε έναν κρίσιμο αγώνα επιβίωσης.
Τα κοστούμια, της Ιωάννας Τσάμη, απλά και καθημερινά, δε διαφέρουν από εκείνα των θεατών. Όλοι γινόμαστε μια γροθιά μπροστά στη θέα της τραγωδίας.
Η εκκωφαντική μουσική, του Γιώργου Πούλιου, δημιουργεί ένα δυστοπικό περιβάλλον. Συριστικοί ήχοι από ηχεία διαπερνούν τον αέρα σαν πολεμικές ιαχές, σαν πένθιμα σπαράγματα, σαν κραυγές διαμαρτυρίας, σαν κραυγές απελπισίας. Ήχοι των νεκρών που πεθαίνουν καθημερινά δίπλα μας, παράφωνοι αντίλαλοι όλων των πληγωμένων ανθρώπων.
Ο Τάσος Καραχάλιος σχεδιάζει την κίνηση των ηθοποιών στην παράσταση. Έτσι, έχουμε την τύχη να απολαύσουμε δύο υπέροχες εικονοκλαστικές σκηνές: τόσο της επίκλησης των πολιτών στον Άδη πάνω στο κεκλιμένο σκηνικό, όσο και της θεαματικής εξόδου με το «λιντσάρισμα» του Ξέρξη από το οργισμένο, άναρχο πλήθος.
Οι ηθοποιοί, με υποκριτική νηφαλιότητα και σύμπνοια, δικαιώνουν τη σπουδαιότητα της θεατρικής δημιουργίας. Ο Δημήτρης Καραντζάς ενορχηστρώνει στέρεα μια θραυσματική πραγματικότητα με θίασο αξιώσεων. Εκτός από τους ερμηνευτές, συμμετέχουν στον Χορό και σαράντα εθελοντές όλων των ηλικιών, μέλη του Εξωραϊστικού Συλλόγου Επιδαύρου.
Η Ρένη Πιττακή, ως «Άτοσσα», αγνοεί προκλητικά τον χαμό πολλών ανθρώπων και δε διστάζει να παραδεχτεί ότι ενδιαφέρεται μόνο για το παιδί της. «Είτε νικήσει είτε χάσει, θα είναι και πάλι βασιλιάς στη χώρα αυτή», ισχυρίζεται. Μέσα στο υπέρκομψο ανδρόγυνο κοστούμι της, διαθέτει το κύρος, την επιβλητικότητα και το ειρωνικό μειδίαμα μιας αγέρωχης βασίλισσας. Τρυφερή, ωστόσο, η σκηνή της συνάντησής της με το «φάντασμα» του Δαρείου.
Η απόκοσμη μορφή του «Δαρείου» αποτυπώνεται αδρά στην ήρεμη, σχεδόν καθησυχαστική, χροιά του Γιώργου Γάλλου.
Ο Χρήστος Λούλης πλαστουργεί με οξυδέρκεια τον δραματικό ρόλο του «Αγγελιαφόρου», τα λόγια του οποίου βυθίζουν σε πένθος όλη την πόλη.
«Γυναίκα που έμεινες χωρίς αφή / Άκουσε των ανέμων την ταφή», είναι ο στίχος του Σεφέρη που αρθρώνει ευθύβολα η Αλεξία Καλτσίκη στο Γ’ Στάσιμο και αφομοιώνει την ουσία της μάχης και της ήττας. Τα λόγια της λεπίδες στον αέρα.
Η Θεοδώρα Τζήμου, ως άλλη Κορυφαία του Χορού, πυροδοτεί με ακρίβεια τη δράση – αντίδραση.
Ο Αινείας Τσαμάτης λειτουργεί ως κινητή βόμβα, ξεσηκώνοντας τον λαό.
Στο πρόσωπο του «Ξέρξη», που υποδύεται με σθένος ο Μιχάλης Οικονόμου, συμπυκνώνεται η εικόνα κάθε κοινωνίας που φαίνεται να έχει απολέσει κάθε στόχο και κάθε αξία. Είναι ο «αδέκαστος» υπηρέτης της εξουσίας, ο δυναμικός, κυνικός, επαγγελματίας πολιτικός – ηγέτης που δεν σκοπεύει να χαλάσει το «image» του για κανέναν και για τίποτα. Ο «ατσαλάκωτος» ηγέτης δεν πτοείται στιγμή, δεν του καίγεται καρφί για τον πόνο που έχει προξενήσει και χρησιμοποιεί μεθόδους λαϊκής χειραγώγησης για τη διατήρηση της καρέκλας του, αλλά μάταια πλέον…
Σε μικρότερους ρόλους, κομβικής, όμως, σημασίας, κινούνται πειστικά και οι ηθοποιοί Γιάννης Κλίνης, Ηλίας Μουλάς, Τάσος Καραχάλιος και Μάνος Πετράκης.
Κλείνοντας, θα πω ότι ο Δημήτρης Καραντζάς δεν επαναπαύεται, δεν εφησυχάζει, υπάρχει το καλλιτεχνικό σαράκι μέσα του. Διασκευάζει τους «Πέρσες» του Αισχύλου και καταθέτει μία ολοκληρωμένη πρόταση που αφορά το τότε, το τώρα, το πάντα. Μία ωδή στον ανθρωπισμό και την αξία του διαλόγου, μία οξύτατη κριτική στην κάθε είδους μοναρχία που πολλές φορές καλύπτεται επιμελώς από τον μανδύα της δημοκρατίας και του πολιτισμού