«Ο ΓΛΑΡΟΣ» | ΚΡΙΤΙΚΗ
- Ημερομηνία: Σάββατο, 17/02/2024 18:55
Την «τιμητική» του έχει φέτος ο Τσεχωφικός «Γλάρος» στις ελληνικές σκηνές. Στο θέατρο Προσκήνιο, ο Δημήτρης Καραντζάς καταθέτει μια σπουδαία παράσταση, με συγκροτημένη αισθητική άποψη στη σκηνοθεσία.
«Στο θέατρο δεν πρέπει να δείχνουμε τη ζωή όπως είναι… Ούτε όπως πρέπει να είναι… Στο θέατρο φανερώνουμε τα όνειρά μας… Μία λίμνη, ένα αυτοσχέδιο θέατρο, μυρωδιά από θειάφι, έρωτες, λόγια, λόγια, λόγια, πυροβολισμοί, τραγούδια, χοροί, ένας σκοτωμένος γλάρος… »
Όλο το έργο του Τσέχωφ δείχνει τον παραλογισμό της ανθρώπινης μοίρας πάνω στο δίπολο Έρωτας και Θέατρο. Ο συγγραφέας χαρακτήριζε το έργο του ως «κωμωδία σε τέσσερις πράξεις με λίγη δράση και πέντε πούντες αγάπης».
Ο χορός των ηρώων του Τσέχωφ, στον «Γλάρο», αναρωτιέται γύρω από μια λίμνη για την τέχνη και το μέλλον, αγαπά, διεκδικεί, αναπολεί τους ματαιωμένους έρωτες, προσπαθεί να ξεπεράσει το αδιέξοδο της ζωής.
Ο Δάσκαλος θέλει τη Μάσα που κυνηγάει τον Τρέπλιεφ, ο οποίος είναι ερωτευμένος με τη Νίνα, αλλά εκείνη ερωτεύεται τον Τριγκόριν, ο οποίος συζεί με την Αρκάντινα, που είναι πρώην ερωμένη του Γιατρού, με τον όποιο έχει σχέση η Πωλίνα, η σύζυγος του επιστάτη. Όλα τα πρόσωπα έχουν κοινό παρονομαστή την αποτυχία τους στον έρωτα και την τέχνη. Ονειρεύονται τα πάθη τους, μιλούν για αυτά, αλλά δεν τα ζουν. Για τον Τσέχωφ δεν υπάρχει μεγαλόπνοο σχέδιο που να μην είναι καταδικασμένο σε αποτυχία. Χρειάζεται μία υπεράνθρωπη δύναμη για να γεφυρωθεί η άβυσσος που χωρίζει το όνειρο από την πραγματικότητα. «Κάποτε στα νιάτα μου θέλησα να γίνω κάτι και δεν έγινα». Αυτό είναι το ζουμί του έργου.
Ο Καραντζάς, στο πρώτο μέρος, ανέτρεψε τη συμβατική σχέση σκηνής-παρασκηνίων-πλατείας, θεωμένων - θεατών και «διάβασε» το έργο σαν «θέατρο εν θεάτρω», με νέες φόρμες θεάτρου και επικοινωνίας για να αντικατασταθεί στην τελευταία πράξη, με ένα καθωσπρέπει «παλιομοδίτικο θέατρο» του 19ου αιώνα. Η σκηνοθετική του «ανάγνωση» ανέδειξε μια μεγάλη αλήθεια. Ότι η ζωή είναι μια «σκηνή», ότι και ο δημιουργός παρακολουθείται μέσα από το έργο του.
Στον «Γλάρο» διακρίνονται τα πρώτα δραματουργικά βήματα του δημιουργού, γεμάτα οράματα μα και πικρίες. Αμφισβητεί το ανούσιο θέατρο της εποχής του, το βεντετισμό και τους βασανισμένους περιπλανώμενους θεατρίνους. Ο ίδιος και οι προβληματισμοί του «θεώνται» μέσα από τα πρόσωπα και ιδιαίτερα μέσα από τον Τρέπλιεφ, τη Νίνα, την Αρκάντινα, τον Τριγκόριν.
Η σκηνοθετική του προσέγγιση δεν αρίστευσε μόνο στη σκηνική υλοποίηση αυτών των στοχασμών, αλλά απέπνεε το ποιητικό ήθος του έργου, φωτίζοντας το δραματικό βάθος με μια λεπτή ειρωνική διάθεση και χιούμορ. Ανατέμνει τους ήρωες - τα βιώματα, τον χαρακτήρα, τις συμπεριφορές, τους πόθους, τις απογοητεύσεις, τις μεταξύ τους σχέσεις - αποκλείοντας μελοδραματισμούς, ωραιοποιήσεις, πόζες, υποκριτικά «κόλπα» από τις ερμηνείες του θιάσου.
Η παράσταση, καλοζυγισμένη, ήταν ένα σύνολο επιτευγμάτων. Η ρέουσα, εύφορη μετάφραση της Ξένιας Καλογεροπούλου ανέδειξε τον ρεαλισμό και το ποιητικό «άρωμα» του τσεχωφικού λόγου. Υπέροχοι οι δύο σκηνικοί κόσμοι του Κωνσταντίνου Σκουρλέτη και καλαίσθητες οι ενδυματολογικές επιλογές της Ιωάννας Τσάμη με έμφαση στις ταφταδένιες φούστες των ηρωίδων. Οι φωτισμοί του Δημήτρη Κασιμάτη ενοποίησαν αρμονικά τον σκηνικό χώρο με τους θεατές. Η κίνηση του Τάσου Καραχάλιου εμπλούτισε τις υποκριτικές ικανότητες των ηθοποιών.
Συνταρακτικός ο Αινείας Τσαμάτης στον ρόλο του «Τρέπλιεφ, του νέου επίδοξου συγγραφέα, αμφισβητούμενου ταλέντου, που παρέπεε μεταξύ πραγματικότητας και ονείρου.
Η Θεοδώρα Τζήμου, ως «Αρκάντινα», σκιαγράφησε ευθύβολα μία ναρκισσιστική περσόνα, ατομίστρια, δέσμια της «εικόνας» της, με τη δέουσα συναισθηματική ευφυία.
Ο Μανώλης Μαυροματάκης πλαστούργησε με λιτό τρόπο τον εγωπαθή «Τριγκόριν», τον καλοπερασάκια συγγραφέα και ερωτικό υποχείριο της Αρκάντινα, ο οποίος αρπάζει ό,τι τον εξιτάρει.
Η Νατάσα Εξηνταβελώνη ήταν μία σπαρακτική «Μάσα» που θρηνούσε για τη ζωή της.
Στο πρόσωπο της Μαρίας Φιλίνη καθρεφτίστηκε με πίκρα και χιούμορ η ερωτική στέρηση και ενοχή της «Πωλίνας».
Ο Φιντέλ Ταλαμπούκας διέθετε υποκριτική ωριμότητα ως γιατρός «Ντορν».
Ο Δρόσος Σκώτης υπήρξε σκηνικά αυτοτελής ως «Σόριν».
Ο Γιώργος Ζυγούρης, ως Δάσκαλος «Μεντβεντένκο», ήταν ο απλός, άβουλος άνθρωπος που αγωνίζεται μόνο για τον επιούσιο.
Μόνη ένσταση, η ερμηνεία της Δήμητρας Βλαγκοπούλου ως «Νίνα», της οποίας η διαδρομή ήταν άχρωμη, χωρίς να φανεί το βάθος της επώδυνης εμπειρίας, που της κατέστρεψε ό,τι αγαπούσε.
Μία παράσταση εσώτατων αποχρώσεων και ημιτονίων με ρυθμούς και λεπτομέρειες, που άφησαν γυμνό και ουσιαστικό το μέγεθος της ψυχικής αγωνίας. Μάθημα ήθους!