«ΜΙΑ ΓΕΡΜΑΝΙΔΑ ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ» | ΚΡΙΤΙΚΗ
- Ημερομηνία: Δευτέρα, 31/01/2022 21:57
Η Ρένη Πιττακή ερμηνεύει τον αιχμηρό μονόλογο «ΜΙΑ ΓΕΡΜΑΝΙΔΑ ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ», του Christopher Hampton, που είναι βασισμένος στις μαρτυρίες της Brunhilde Pomsel, στενογράφου ενός από τους μεγαλύτερους εγκληματίες της ιστορίας, του Υπουργού Προπαγάνδας Joseph Goebels.
Η διαδρομή της εξιτάρει το ευρύ κοινό, καθώς επέμενε μέχρι τέλους ότι δεν είχε την παραμικρή ιδέα για τις φρικαλεότητες του Γ' Ράιχ κι ας διατυμπάνιζε με καμάρι ότι ανήκει στην καρδιά της ναζιστικής ελίτ. Κι ενώ υπήρξε η τελευταία αυτόπτης μάρτυρας, όταν κατέρρευσε το καθεστώς των Ναζί, ωστόσο ποτέ δεν επωμίστηκε τις ευθύνες που της αναλογούσαν.
Στο πρόσωπό της αντικατοπτρίζεται ο «μέσος άνθρωπος», η φιλήσυχη «γυναίκα της διπλανής πόρτας», που κοιτά αποκλειστικά τη δουλειά της, υπακούοντας μόνο στο ένστικτο της επιβίωσης και με τη σιωπηρή της συναίνεση στηρίζει κάθε απολυταρχικό καθεστώς. Ίσως από φόβο, ανασφάλεια, αδιαφορία, μισαλλοδοξία, συνενοχή επιλέγει απλώς να κλείσει τα μάτια και τα αυτιά στον δικό της ουτοπικό μικρόκοσμο.
Είναι εντυπωσιακός ο τρόπος που η, υπέργηρη πια, γραμματέας ξεγλιστρά μέσα από τα δαιδαλώδη μονοπάτια της αφήγησής της, με μία επιτηδευμένη υποκρισία ή αλλιώς με μία δαιμονική ελαφρότητα. Ισχυρίζεται ότι δεν έκανε κακό σε κανέναν, δε γνώριζε τίποτα, δεν άκουσε τίποτα, αγνοούσε σχεδόν τα πάντα -γιατί έκανε μόνο καλά και πειθαρχημένα τη δουλειά της, ως όφειλε.
Το σημείο, δε, που τη συγκλονίζει περισσότερο, στο έργο, είναι η επίσκεψή της, μετά τον πόλεμο, στο Μουσείο Ολοκαυτώματος όπου μαθαίνει τα δυσάρεστα νέα για την Εύα, την Γερμανοεβραία φίλη της, η οποία χάθηκε στο Μπούχενβαλντ· κανείς από την παρέα της, στο Βερολίνο, ούτε βέβαια κι εκείνη, δε μπήκε στον κόπο να την προειδοποιήσει ή να τη βοηθήσει, ώστε να διαφύγει έγκαιρα. Οι αναμνήσεις και οι ενοχές ξυπνούν και τη στοιχειώνουν σε εκείνη την επίσκεψη, ειδικά όταν βρίσκεται στις ντουζιέρες του στρατοπέδου συγκέντρωσης, από όπου διοχετευόταν το φονικό αέριο, εκεί όπου εξοντώθηκε και η Εύα. Παρ' όλα αυτά, γυρνάει και επαναλαμβάνει ότι μόνο μετά τον πόλεμο έμαθε για το Ολοκαύτωμα, το μεγαλύτερο έγκλημα του αιώνα.
Η σκηνοθετική προσέγγιση του Γιάννη Μόσχου είναι ουδέτερη. Ναι, μεν, επιλέγει, ορθά, εκ πρώτης όψεως, να μην πάρει θέση στη χαλαρή εξιστόρηση των τερατουργημάτων, τελικά, όμως, «κλείνει το μάτι», ειρωνικά, στην τόση απάθεια. Ακριβώς, δίπλα από την ηθοποιό, η οποία κάθεται στην πολυθρόνα της, τοποθετεί ένα video wall και κεντράρει στο alter ego της ηρωίδας, στο πραγματικό της πρόσωπο. Έτσι, παρακολουθούμε σε πολλές στιγμές να αντιδράει βουβά, να κάνει διάφορες χειρονομίες, να χαιρετά ναζιστικά ως αφοσιωμένη κρατική λειτουργός, φορώντας υπερήφανα το ακριβό μπλε ταγιέρ που της είχε χαρίσει η κ. Γκέμπελς. Στο πίσω μέρος της σκηνής, προβάλλονται ασπρόμαυρα αποσπάσματα από τη «Γενοκτονία», για την οποία η Πόμσελ δεν πήρε χαμπάρι κι ας ήταν στρατευμένη μέχρι το κόκκαλο.
Το σκηνικό περιβάλλον και το κομψό λαμέ φόρεμα, της Τίνας Τζόκα, καθώς και οι φωτιστικές επιλογές, του Μιχάλη Κλουκίνα, ανταποκρίνονται διακριτά στο όλο εγχείρημα. Τις μουσικές επιλογές αναλαμβάνει με ευστοχία ο Θοδωρής Οικονόμου.
Η Ρένη Πιττακή, αποκαλυπτική, με τη βαθιά θεατρική της γνώση «υφαίνει» αξιοζήλευτα την αμφιλεγόμενη προσωπικότητα της απολιτίκ «Μπρουνχίλντε Πόμσελ». Ξεδιπλώνει πειστικά, το νήμα της φαινομενικά ήρεμης ζωής της, ισορροπώντας δεξιοτεχνικά μεταξύ αβάσταχτης ελαφρότητας και ραδιουργίας, δηλώνοντας... αθώα. Άλλοτε αφελής, γαλήνια, γλυκιά και άλλοτε αμήχανη και δαιμονικά κυνική, δηλώνει εξαρχής ότι η μνήμη της δεν την βοηθά πλέον, ενώ, τελικά, θυμάται τα πάντα με αξιοθαύμαστη ακρίβεια. Καλοκάγαθη ή πανούργα; Αθώα ή ένοχη; Τα συμπεράσματα δικά σας.
Εν κατακλείδι, ο μονόλογος «ΜΙΑ ΓΕΡΜΑΝΙΔΑ ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ», πιο επίκαιρος από ποτέ, αποδεικνύει περίτρανα ότι ο φασισμός ελλοχεύει παντού και πάντα. Αρκεί μια μικρή χαραμάδα για να ξαναγεννηθεί από τις στάχτες του.