«LINDA» | ΚΡΙΤΙΚΗ

«LINDA» | ΚΡΙΤΙΚΗ


4.9/5 κατάταξη (63 ψήφοι)

          Η Λίντα Γουάιλντ, στα πενηνταπέντε της, φαίνεται να έχει κατακτήσει όλα όσα ονειρευόταν: μια επιτυχημένη καριέρα, μια ευτυχισμένη οικογένεια και μια επιβεβαιωμένη κοινωνική θέση. Τι θα μπορούσε, άραγε, να απειλήσει τούτη τη σιδηρά κυρία, τη στιγμή που έχει εργαστεί τόσο σκληρά για να γίνει η βραβευμένη διευθύντρια εταιρείας καλλυντικών, η «εμπνευσμένη» μητέρα και η ανεξάρτητη, στοργική σύζυγος;
          Ξεκινά το πιο φιλόδοξο σχέδιο μέχρι σήμερα. Το σύνθημα της καμπάνιας είναι «ορατότητα». Και η Λίντα μιλάει έξυπνα, με την έντονη γλώσσα του adspeak, για το πώς οι γυναίκες φαίνεται να εξαφανίζονται από τη δημόσια συνείδηση, ιδιαίτερα στα μάτια των ανδρών, μόλις φτάσουν στη μέση ηλικία. Κάτω από την επιφάνεια, όμως, οι ρωγμές αρχίζουν να φαίνονται. Σύντομα η ζωή της και όλα όσα έχει καταφέρει με κόπο, αρχίζουν να καταρρέουν.
          Το έργο «Linda» της Penelope Skinner έκανε πρεμιέρα στο Royal Court Theatre του Λονδίνου, τον Νοέμβριο του 2015. Αυτό το σύγχρονο δράμα που επικεντρώνεται σε ζητήματα ηλικίας, φύλου, ομορφιάς και γυναικείας ταυτότητας, σκηνοθετεί η Ελένη Σκότη στο Θέατρο Επί Κολωνώ.
          Η Λίντα, στην προσπάθειά της να αντισταθεί στις κοινωνικές επιταγές γύρω από την ομορφιά και το γήρας, και να αγγίξει την κορυφή σε επαγγελματικό επίπεδο, υπήρξε απούσα από τις οικογενειακές στιγμές, από τη ζωή των δύο παιδιών της, από τη ζωή του συζύγου της. Τα ήθελε όλα λυσσαλέα, πίστευε ότι όλα ήταν τέλεια, αλλά όλα, τελικά, ήταν μια αυταπάτη.
          Έδωσε σάρκα και οστά στη νεοσύστατη τότε εταιρεία καλλυντικών με βραβεύσεις στο ενεργητικό της, ανοίγοντας νέους ορίζοντες στα θέματα ομορφιάς. Η φαινομενικά λαμπερή διαδρομή της, όμως, προς την κορυφή υπήρξε τροχοπέδη για την προσωπική της ευτυχία. Τώρα, που απομακρύνεται, κακήν κακώς, από την εταιρεία για να αντικατασταθεί από νέο αίμα, βιώνει την πραγματικότητα. Ο άντρας της την απατά με μία πιτσιρίκα και οι κόρες της νιώθουν παραμελημένες συναισθηματικά.
          Η συγγραφέας θίγει στο τραπέζι πολλά σύγχρονα ζητήματα που αφορούν τη γυναικεία εμπειρία, αναφορικά με τον εργασιακό, οικογενειακό και κοινωνικό περίγυρο. Και η σκηνοθέτρια Ελένη Σκότη, εκφράστρια του in-yer-face θεάτρου, με την καλή μετάφραση και το εξαιρετικά ευέλικτο σκηνικό του Γιώργου Χατζηνικολάου, ενορχηστρώνει μια κινηματογραφικού τύπου κλειστοφοβική συνθήκη, που εκμηδενίζει την εύκολη ετυμηγορία του κοινού για τις ακραίες στάσεις και συμπεριφορές των ηρώων του έργου. Με την αρωγή του Αντώνη Παναγιωτόπουλου στους καίριους φωτισμούς, της Μαρίας Αναματερού στα κατάλληλα κοστούμια και του Αντώνη Παπακωνσταντίνου στην ενδεικτική μουσική επένδυση. Η σκηνοθεσία της αναδεικνύει διακριτά το γήρας και την περιθωριοποίηση της γυναίκας, τη δυναμική της επιτυχημένης γυναίκας σε σχέση με την οικογένεια και τη σύνδεση του γήρατος με τα κοινωνικά πρότυπα της ομορφιάς.
          Η Κατερίνα Λέχου σκιτσάρει την προσωπικότητα της «Λίντα» με σκηνική αυτοτέλεια. Στο πρόσωπό της αντανακλώνται οι διάφορες πιέσεις που αντιμετωπίζει η σύγχρονη γυναίκα και πώς τα σφάλματα των πιέσεων επηρεάζουν τις μελλοντικές γενιές. Είναι η αυτοδημιούργητη, οραματίστρια, γεμάτη αυτοπεποίθηση ηρωίδα, που αγωνίζεται σκληρά για να είναι «ορατή», μα συνάμα παλεύει να ξεπεράσει τις δικές της αδυναμίες, φόβους και εμμονές με τη νεότητα και την εξωτερική ομορφιά.
          Ο Μιχάλης Μαρκάτης είναι καίριος στον ρόλο του «εκτός τόπου και χρόνου» συζύγου και πατέρα.
          Ο Βασίλης Καζής δίνει μια πειστική ερμηνεία.
          Η Νεφέλη Κουρή είναι χάρμα οφθαλμών ως «Άλις», η ζωντανή – νεκρή πρωτότοκη κόρη, που βιώνει τον δικό της γολγοθά, εξαιτίας μιας μεγάλης ταπείνωσης που υπέστη ως μαθήτρια.
          Η Εριέττα Μανούρη διαγράφει με σαφήνεια την όμορφη σφετερίστρια «Άμι», η οποία περιμένει σαν αρπακτικό στη γωνία, πατώντας επί πτωμάτων, για να ανέλθει επαγγελματικά και προσωπικά.
          Η δροσερή Μαριέλα Δουμπού σκιαγραφεί την μπερδεμένη, παραμελημένη μικρότερη κόρη με άνεση.
          Ο Άλκης Κούρκουλος, αν και εμφανίζεται μέσω οθόνης τις πιο κρίσιμες στιγμές, αφήνει καίριο το στίγμα του. Είναι η προσωποποίηση του κυνισμού, που νοιάζεται μόνο για το κέρδος.
          Το φινάλε παραλίγο να βυθιστεί σε μελόδραμα, αλλά υπήρξε ένας επίλογος: η ομιλία της Λίντα για την αποδοχή του βραβείου της πριν από δέκα χρόνια. Ακόμη πιο καταστροφικό, γιατί είναι γεμάτο αισιοδοξία, πίστη για ένα καλύτερο μέλλον για τις γυναίκες. Και εντελώς αυταπάτη, όπως αποδεικνύεται. Δυστυχώς, βλέποντας τις αντιδράσεις για το #MeToo, νομίζω ότι έχουμε πολύ μέλλον για να δικαιολογηθεί η αισιοδοξία…


Αφήστε σχόλιο

Παρακαλούμε συνδεθείτε για να αφήσετε σχόλιο.