«ΚΑΤΣΟΥΡΜΠΟΣ» | ΚΡΙΤΙΚΗ

«ΚΑΤΣΟΥΡΜΠΟΣ» | ΚΡΙΤΙΚΗ


4.0/5 rating 1 vote

          Κακά τα ψέματα, έργα τέτοιας ιστορικής και αισθητικής αξίας, όπως το «Κατσούρμπος» του Γεωργίου Χορτάτση, περιέχουν την εποχή τους και χωρίς το χρώμα της δε λειτουργούν. Τουναντίον, τα πρόσωπα γελοιοποιούνται, όταν ο αναχρονισμός γίνεται χωρίς σκέψη και χωρίς στόχο. Διαιρεμένα σε πέντε πράξεις, το ποιητικό τους ύφος διακρίνεται για την επιμελημένη στιχουργική, την περίπλοκη γλώσσα, τις μακροσκελείς προτάσεις, τους συχνούς διασκελισμούς και τα υπερβατά σχήματα. Το κρητικό κωμικό θέατρο, βλαστός της comedia erudite, υπακούει στους πυρήνες της comedia dell’ arte, καθώς η τύχη βρίσκεται πάντα στο μάτι του -σκηνικού- τυφώνα. Ο όποιος σκηνικός εκσυγχρονισμός μπορεί να συμβάλλει στην κατανόηση αυτών των κειμένων, αν γίνει με γνώση, μέτρο, σεβασμό, ευαισθησία.
          Θέμα του Κατσούρμπου, ο έρωτας του Νικολέτου και της Κασσάνδρας, που συναντά εμπόδια από το πάθος του γερο – Αρμένη και την φιλαργυρία της θετής μητέρας της Κασσάνδρας, Πουλισένας. Στο τέλος, θα αποδειχθεί ότι η Κασσάνδρα είναι η χαμένη κόρη του Αρμένη, που την είχαν αρπάξει οι Τούρκοι, και το έργο θα βρει το αίσιο τέλος με τον γάμο των δύο νέων.
          Ο Γιάννος Περλέγκας μετέγραψε την ηθογραφία του Χορτάτση σε μια αντιαισθητική, γκροτέσκο, πληκτική φλυαρία με δάνεια από τα λαϊκά θεάματα, γεμάτη με φτηνά ποικίλματα, εξωτερικά τερτίπια, αδικαιολόγητα πήγαινε-έλα, ακροβατικά, εναλλαγές ρόλων μέσω της παρένδυσης, που ανέτρεπαν όχι μόνο το ύφος ή το ήθος του έργου, αλλά και τα ήθη της εποχής του. Ως αποτέλεσμα, το γέλιο έλειψε, το κωμικό στοιχείο θάμπωσε.
          Αν και το σκηνικό του Άγγελου Μέντη εξυπηρέτησε τον ρου της συνθήκης, τα κοστούμια του ήταν επιεικώς απαράδεκτα, εκτός τόπου και χρόνου, του στυλ «φόρεσα ό,τι βρήκα μπροστά μου».
          Ο συμπαθέστατος Δημήτρης Αποστολάκης, από τους μουσικούς Χαΐνηδες, ως Κρητικός αφηγητής με τις ιντερμεδιακές παρεμβάσεις του από τα δρώμενα, κατάφερε το αντίθετο αποτέλεσμα: τη διάσπαση της προσοχής του κοινού σε βάρος του ρυθμού της παράστασης.
          Το χάσμα επικοινωνίας, που χωρίζει την γλώσσα του κειμένου με τη σύγχρονη γλώσσα, παρέμεινε δύσληπτο, με την αμηχανία των θεατών να προσπαθούν, στο μεγαλύτερο μέρος, να κατανοήσουν άγνωστες λέξεις. Μεγάλο ατόπημα, όμως, που δε μεταφράστηκε στα ελληνικά ο ιταλικός λόγος του Δασκάλου…
          Ατελέσφορη αποδείχθηκε, τελικά, η συνδρομή της ομάδας «κι όμΩς κινείται» της Χριστίνας Σουγιουλτζή. Οι, κατά τα άλλα, πολύ καλοί χορευτές ακροβάτες: Αναστάσης Καραχανίδης, Αντιγόνη Λινάρδου, Παναγιώτης Σολδάτος. Λία Χαμηλοθώρη, Ευαγγελία Μόσιου δεν προσέδωσαν θετικό πρόσημο στο όλο εγχείρημα.
          Υποκριτικά ξεχώρισαν η εξαιρετική Ανθή Ευστρατιάδου, ο πολύ καλός Μιχάλης Τιτόπουλος και ο ευθύβολος Χρήστος Σαπουντζής, οι οποίοι είχαν και σκηνικό ήθος και έδειχναν να απολαμβάνουν ό,τι έλεγαν. Οι υπόλοιποι (Γιάννος Περλέγκας, Κατερίνα Λυπηρίδου και Χριστίνα Σουγιουλτζή) ήταν απλώς υποφερτοί.
          Σπάνια παίζονται τέτοια έργα και είναι κρίμα, όταν καταλήγουν σε θεάματα φλύαρης πλήξης, ως αποτέλεσμα ανύπαρκτης δραματουργίας.


Αφήστε σχόλιο

Παρακαλούμε συνδεθείτε για να αφήσετε σχόλιο.