«ΓΚΙΑΚ» | ΚΡΙΤΙΚΗ

«ΓΚΙΑΚ» | ΚΡΙΤΙΚΗ


5.0/5 κατάταξη (38 ψήφοι)

          Τέσσερις ηθοποιοί, τέσσερις ιστορίες, μία γραμμή αίματος, μία πανανθρώπινη πληγή. Το «ΓΚΙΑΚ», του Δημοσθένη Παπαμάρκου, καταπιάνεται με τη βία, την εκδίκηση, το θέμα της τιμής αλλά και με τις έννοιες του ηρωισμού, της αρρενωπότητας και το τραύμα του πολέμου.
          Γκιακ σημαίνει στα αρβανίτικα αίμα, αλλά και συγγένεια εξ αίματος, έγκλημα αίματος, αντεκδίκηση, βεντέτα, φυλή. Οι ήρωες του «ΓΚΙΑΚ», βετεράνοι της Μικρασιατικής Εκστρατείας, αφού πρώτα «χρησιμοποιήθηκαν» με πρόσχημα τη μεγάλη εθνική ιδέα, καλούνται, τώρα, ξεχασμένοι από όλους, να βρουν τα πατήματά τους, διοχετεύοντας την εμπειρία της βίας σε μια καθημερινότητα που πρέπει να ενταχθούν.
          Μέσα στον λασπωμένο κόσμο του «ΓΚΙΑΚ», τούτοι οι ζωντανοί νεκροί βετεράνοι, που τους ενώνει η εμπειρία του μετώπου, δεν εμπιστεύονται εύκολα και δε μιλούν πολύ. Όμως, δεν αντέχεται, πλέον, τέτοια ζωή μες στη σιωπή και βρίσκουν το θάρρος να μιλήσουν για τα ανείπωτα με μια ανάσα.
          Αυτό το τρομερά πυρηνικό κείμενο είναι σπαζοκεφαλιά για τον κάθε σκηνοθέτη, γιατί δε γράφτηκε για το θέατρο. Η δραματουργική του επεξεργασία κρίνεται αναγκαία στην εύρεση ενός κοινού άξονα, τόσο στην επιλογή όσο και στην παρουσίαση των μικρών διηγημάτων.
          Είναι εξαιρετικά ενδιαφέρουσα η ισορροπημένη, γεμάτη σεβασμό και ειλικρίνεια, σκηνοθετική προσέγγιση του Κωνσταντίνου Ντέλλα, μεταξύ φόρμας και ρεαλιστικής απόδοσης στον λόγο και την κίνηση (Μαρίζα Τσίγκα). Και είναι εξίσου συγκινητική η σύλληψη του συγγραφέα να μιλήσει, για την έμφυλη βία, το μετατραυματικό στρες και τον απανθρωπισμό που επιφέρει η φρίκη του πολέμου, με κείμενα που ψηλαφίζουν μια ανοιχτή, πανανθρώπινη πληγή. Οι θεατές βλέπουν τέσσερα διηγήματα να ζωντανεύουν επί σκηνής, ερμηνευμένα το καθένα από έναν ηθοποιό, αλλά και το «Παραλογή» ερμηνευμένο από όλους μαζί.
          Το διήγημα «Σα βγαίνει ο Χότζας στο τζαμί», είναι ο συνδετικός κρίκος των υπολοίπων. Πρόκειται για την ιστορία του Μπαρμπά-Κώτσου, ο οποίος αφηγείται όλες τις φρικαλεότητες που έζησε με τρομερά εύθυμο, τρόπο όντας παράλληλα πολύ αγαπητός στα παιδιά.
          Το «Νόκερ» είναι το πιο γνωστό διήγημα. Ο Δημοσθένης Ξυλαρδιστός σμιλεύει ανάγλυφα τον κυνισμό, τη μοναξιά, τα αποστάγματα αυτού του βετεράνου ήρωα, που η ανάγκη του να κρύψει το κτήνος που έγινε, σκοτώνοντας ζώα σε σφαγείο, είναι το φυσικό επακόλουθο της βίας που είδε και διέπραξε και ο ίδιος εν καιρώ πολέμου.
          Ο Γιώργος Σύρμας ζωντανεύει με πειθώ το «Ντο τ' α πρες κοτσσίδετε» (Θα σου κόψω τις κοτσίδες), εμπνευσμένο από το ομότιτλο δημοφιλές παραδοσιακό αρβανίτικο ερωτικό τραγούδι, το οποίο αντικατοπτρίζει τον τρόπο με τον οποίο έβλεπαν οι Αρβανίτες τον έρωτα, δηλαδή σαν ένα συνονθύλευμα αντιπαλότητας και αγάπης.
          Στο «Ήρθε καιρός να φύγουμε», ο Ευθύμης Χαλκίδης εξομολογείται με αμεσότητα ότι βρέθηκε στη Σμύρνη, έκανε ανήκουστα πράγματα, ερωτεύτηκε, παραλίγο να παντρευτεί, αθέτησε τον λόγο του και ένιωσε στο πετσί του την αδικία που βιώσαν οι Μικρασιάτες πρόσφυγες όταν βρέθηκαν στον ελληνικό χώρο.
          Τελευταίος, ο Αντώνης Χρήστου ερμηνεύει πειστικά το «Γυάλινο μάτι», μία queer ιστορία με φόντο τη Μικρασιατική Εκστρατεία.
          Το σκηνικό περιβάλλον του Κωνσταντίνου Ντέλλα ανταποκρίνεται άριστα στο ύφος της συνθήκης. Ένας σκοτεινός μη τόπος γεμάτος τάφους και στο βάθος της σκηνής μια ραπτομηχανή, όπου οι Μαρίζα Τσίγκα και Θέκλα Γαΐτη (σε διπλή διανομή) ράβουν σιωπηλά χιλιάδες παράσημα ως φόρο τιμής για τους νεκρούς- ζωντανούς ήρωες. Ο ρόλος τους κομβικός, αφού στην κυρτωμένη κοψιά τους αντικατοπτρίζεται η τραγική φιγούρα της μάνας που περιμένει στωικά τον γυρισμό του γιου της.
          Οι υποβλητικοί φωτισμοί του Παναγιώτη Λαμπή, η απόκοσμη μουσική του Αλέξανδρου Κτιστάκη, τα ενδεικτικά κοστούμια της Κωνσταντίνας Μαρδίκη και οι μάσκες της Μάρθας Φωκά αποτελούν οργανικό μέρος της σκηνοθεσίας.
          «Μιρ;» («Καλά;»), θα αναρωτηθεί ο ένας από τους τέσσερις ήρωες, απευθυνόμενος στον συνοδοιπόρο του, με τον τελευταίο να απαντά «Σουμ μιρ» («Πολύ καλά») και να αποχωρεί από τη σκηνή, επιστρέφοντας στην «ηρωική(;)» ζωή του. Η λάσπη και το αίμα δε θα φύγουν ποτέ από τα νύχια των ηρώων…


Αφήστε σχόλιο

Παρακαλούμε συνδεθείτε για να αφήσετε σχόλιο.