«ΑΜΑΝΤΕΟΥΣ» | ΚΡΙΤΙΚΗ
- Ημερομηνία: Τρίτη, 01/03/2022 12:26
Το «ΑΜΑΝΤΕΟΥΣ», του Πήτερ Σάφερ, εξακολουθεί να σαγηνεύει το κοινό με την ιστορία του. Μία υπερτιμημένη φιλονικία, μεταξύ δύο βιρτουόζων μουσικών, που αγγίζει ένα ωραίο «ψέμα», με την αγωνιώδη διαλεκτική της: την προσπάθεια του ανθρώπου να ξεπεράσει την μετριότητα, να κατακτήσει την ιδιοφυΐα, να φτάσει στην απόλυτη θέωση, με όποιο προσωπικό κόστος. Για πρώτη φορά, το έργο παρουσιάζεται στην κεντρική σκηνή του Δημοτικού Θεάτρου Πειραιά, σε σκηνοθεσία Οδυσσέα Παπασπηλιόπουλου και με τη μουσική του κορυφαίου συνθέτη να εκτελείται ζωντανά, επί σκηνής, από ένα κουιντέτο εγχόρδων.
Όλη η ιστορία, καρέ – καρέ, μέσα από τις αναμνήσεις του Ιταλού αρχιμουσικού της αυλής του Αυτοκράτορα της Αυστρίας, Αντόνιο Σαλιέρι. Γέρος πια, μόνος και κατατρεγμένος από τις ερινύες του, θυμάται την πρώτη φορά που συνάντησε τον Βόλφγκανγκ Αμαντέους Μότσαρτ, το παιδί - θαύμα της εποχής. Εκείνο το «αναιδέστατο πλάσμα στο οποίο ο Θεός χάρισε απλόχερα το ταλέντο, για να το σπαταλάει μεθώντας και διασκεδάζοντας». Για τον Σαλιέρι, ο Μότσαρτ είναι μία καλλιτεχνική ύβρις, ένα δώρο που χαρίστηκε, από τη φύση, σε ένα κακομαθημένο πλάσμα που φέρεται ενοχλητικά. Κι ενώ υποκλίνεται στην αυθάδεια του γνήσιου ταλέντου του, δε μπορεί παρά να αποδεχτεί το πόσο πολύ τον ζηλεύει, για αυτό που είναι, ενώ ο ίδιος δε μπορεί να τον φτάσει και να τον ξεπεράσει σε καμία περίπτωση. Έτσι, αποφασίζει να τον καταστρέψει, γιατί ο φθόνος τρελαίνει το μυαλό του και η ζήλια δηλητηριάζει την ψυχή του. Η αντίστροφη μέτρηση ξεκινά με χειρουργικές κινήσεις, βρίσκοντας, τελικά, την αχίλλειο πτέρνα του επιπόλαιου Μότσαρτ.
Και ερχόμαστε, τώρα, στην πολυσυζητημένη παράσταση. Αν ο θεατής πιστεύει ότι θα δει κάτι εφάμιλλο της οσκαρικής ταινίας, πλανάται οικτρά. Η σκηνοθετική ματιά του Οδυσσέα Παπασπηλιόπουλου -στη μετάφραση της Έλενας Καρακούλη- «λοξή», τελείως, και μάλλον «αδιάβαστη», μετατρέπει τον θησαυρό που έχει στα χέρια του σε άνθρακα. Παρόλο που διαθέτει τα εχέγγυα μιας καλοστημένης συνθήκης (έξυπνο σενάριο, πολύ καλούς ηθοποιούς, ζωντανή μουσική), γρήγορα παίρνει διαστάσεις μιας φασαριόζας φάρσας, στα όρια του ενοχλητικού. Παρατηρείται μία υπερβάλλουσα παιγνιώδης διάθεση, με έντονη κινησιολογία και σαρκαστική εκφορά του λόγου, γεμάτη μούτες, χαχανητά και νάζια από χαρακτήρες ανεκδιήγητα γκροτέσκ. Υπήρχαν και οι καλές στιγμές, όμως σε γενικές γραμμές κυριαρχούσε μία θορυβώδης φλυαρία με φανφαρονικά κωμικά ημιτόνια -και χανόταν, εν τέλει, η όποια μαγεία.
Το λιτό σκηνικό, της Όλγας Μπρούμα, τοποθετεί τους μουσικούς σε περίοπτη θέση, μέσα στους διάφανους κυλίνδρους που μοιάζουν με χρονοκάψουλα -και αναδεικνύονται υπέροχα με τους ατμοσφαιρικούς φωτισμούς του Νίκου Βλασόπουλου. Τα κοστούμια της, σουρεαλιστικά και όμορφα, ένας συνδυασμός κλασικού και μοντέρνου στυλ σε ασπρόμαυρους τόνους. Μπορεί το περιτύλιγμα, σαφώς, να αιχμαλωτίζει με την πρώτη ματιά, αλλά δυστυχώς το αυτί του θεατή δε χορταίνει με τη ζωντανή μουσική, η οποία περνάει στην πλατεία με το σταγονόμετρο...
Είθισται, οι ερμηνείες να στηρίζουν το κείμενο, δικαιώνοντας, έτσι, τις προθέσεις του σκηνοθέτη. Στην προκειμένη περίπτωση, η «αποτυχία» του «ΑΜΑΝΤΕΟΥΣ» οφείλεται αποκλειστικά και μόνο στη σκηνοθεσία, η οποία αποδεικνύεται ένα καταστροφικό πείραμα.
Έτσι, ο Γιάννης Νιάρρος είναι ένας «Μότσαρτ» αχαρακτήριστος, επιφανειακός, που δε συνάδει ούτε με την ιδιαίτερη προσωπικότητα του μουσουργού, ούτε με το ταλέντο του ίδιου του ηθοποιού. Οφείλω να παραδεχτώ, όμως, ότι παίζει ωραίο πιάνο, όταν δεν επιδίδεται σε διασκεδαστικές, υποτίθεται, «βρωμερές» πράξεις...
Ο Νίκος Ψαρράς ενσαρκώνει τον δόλιο «Αντόνιο Σαλιέρι», τον καταδικασμένο, δυστυχισμένο, ματαιόδοξο, κοινό θνητό, γεμάτο μίσος και φθόνο, που θλίβεται στη σκιά του αντιπάλου του. Η ερμηνεία του είναι τίμια και αξιοπρεπής, σε όλο αυτό το πανηγυράκι.
Η μοναδική γυναίκα της παράστασης, η «Κωνστάνς» της Μαίρης Μηνά, με δυσκολία προσπερνά τις συμπληγάδες πέτρες, με μια ερμηνεία, σχεδόν, διεκπεραιωτική, που δεν της ταιριάζει καθόλου.
Ο Γιάννης Κότσιφας ως «Αυτοκράτορας Ιωσήφ Β’», ο Γιώργος Τριανταφυλλίδης ως «Ρόζενμπεργκ», ο Γιώργος Τζαβάρας ως «Βαν Σβήτεν», ο Βαγγέλης Δαούσης και ο Βασίλης Ντάρμας, ως «Βεντιτσέλλι», μοιάζουν με κινούμενες καρικατούρες που εκτοξεύουν αστεία, εξυπνάδες και πιασάρικες ατάκες, για να διασκεδάσει ο άτυχος θεατής.
Φεύγοντας από το θέατρο, ένιωσα μπερδεμένη από το θέαμα. Πώς γίνεται μια μεγάλη παραγωγή να καταλήγει σε τόση ακατάσχετη φλυαρία εντυπωσιασμού άνευ λόγου και ουσίας, όταν θα μπορούσε να είναι ελκυστική κι ενδιαφέρουσα; Απορώ...