ΕΙΔΑ ΤΗΝ ΠΑΡΑΣΤΑΣΗ "Η ΠΟΡΝΗ ΑΠΟ ΠΑΝΩ"
- Ημερομηνία: Πέμπτη, 13/02/2020 22:49
Μπορεί αλήθεια μια εξαθλιωμένη γυναίκα που ζει μέσα στον απάνθρωπο καπιταλισμό και αναγκάζεται να πουλήσει το ίδιο της το σώμα, στις ορέξεις οποιουδήποτε εραστή, να θεωρηθεί αξιοζήλευτο πρότυπο ζωής για μία άλλη γυναίκα;
Δυστυχώς μπορεί, υπό συγκεκριμένες προϋποθέσεις που κάνουν τη δική της ζωή να φαντάζει ακόμη πιο άθλια και από αυτή της πόρνης. Αυτό όμως ισχύει έως ότου η ίδια η πόρνη ερωτηθεί για τη δική της ζωή και εκφράσει τη δική της οπτική και πως εν τέλει εκείνη βλέπει τον ρόλο της μέσα στην πατριαρχική κοινωνία και στην εκμετάλλευση ανθρώπου από άνθρωπο. Αναρωτιέμαι πως ενδεχομένως οραματίζεται εκείνη τη συμβατική οικογενειακή ζωή μιας καθημερινής γυναίκας, πριν ακούσει τι έχει να της πει και εκείνη για τις εμπειρίες μιας καθώς πρέπει συζύγου ή πριν βάλει στο πικάπ να παίζει το κομμάτι «Μια μέρα μια Μαίρης», του Λουκιανού Κηλαηδόνη.
Μπορεί στα μάτια ενός εξωτερικού παρατηρητή που γεννήθηκε και ανατράφηκε στην ανδροκρατούμενη κοινωνία, μια παντρεμένη γυναίκα που ζει σε διατεταγμένη υπηρεσία να φροντίζει τον σύζυγο και το νοικοκυριό της να φαντάζει μια κανονικότητα, ανάλογη με τη βάρβαρη και ψευδεπίγραφη κανονικότητα που βιώνει ο λαός σήμερα στην Ελλάδα. Λογίζεται όμως ως κανονικότητα η μισθωμένη δουλεία μιας γυναίκας, στα πλαίσια μιας μικροαστικής οικογενειακής εστίας; Πόσο ευτυχισμένη μπορεί να είναι μια γυναίκα που έχει απαρνηθεί κάθε της όνειρο εκπαίδευσης, καριέρας, μητρότητας και ότι άλλο ονειρευόταν στα νιάτα της, η οποία έχει καταλήξει να ζει έγκλειστη σε ένα διαμέρισμα, υπηρετώντας έναν σύζυγο - αγά, ο οποίος με το πρόσχημα της εργασίας του, ασκεί κατάχρηση της συζυγικής εξουσίας που η στρεβλή πατριαρχική αντίληψη της κοινωνίας του προσδίδει;
Το πλέον αδιανόητο και τραγικό της υπόθεσης είναι πως για την τεράστια πλειονότητα των γυναικών, ακόμη και του 21ου αιώνα, το σενάριο αυτό ακούγεται από ανεκτό ως ονειρικό. Η ενσωμάτωση των αντιλήψεων της ανισότητας των φύλων, ακόμη και στις ίδιες τις γυναίκες που βιώνουν την καταπίεση ανά τους αιώνες, είναι αναπόφευκτη και χρήζει τεράστιας ιδεολογικής δουλειάς, ώστε να γίνουν βήματα προς τη συνειδητοποίηση και το ξερίζωμα αυτών των οπισθοδρομικών αντιλήψεων που αναπαράγονται από την οικογένεια, τη θρησκεία, ακόμη και το σχολείο, όλα τους πειθήνια προπαγανδιστικά όργανα ενός κοινωνικοπολιτικού συστήματος που ανήκει στο παρελθόν και παλεύει με κάθε τρόπο να παρατείνει τη ζήση του προσπαθώντας με διάφορες μεθόδους να ναρκώσει τις συνειδήσεις των καταπιεσμένων, προς όφελος των καταπιεστών τους. Αυτός είναι ο καπιταλισμός και η εκμετάλλευση είναι ένα από τα δομικά του στοιχεία. Το γυναικείο ζήτημα είναι βαθιά ταξικό και ανάλογο του ρατσισμού.
Στο κείμενο του Αντώνη Τσιπιανίτη «Η ΠΟΡΝΗ ΑΠΟ ΠΑΝΩ», γίνονται μερικά πρώιμα βήματα προς τη σωστή κατεύθυνση, που φτάνουν μέχρι τα πολύ αρχικά στάδια της συνειδητοποίησης της καταπίεσης των γυναικών σε μια κοινωνία βασισμένη στη δομική ανισότητα εις βάρος τους. Διότι αλίμονο εάν οι δύο εναλλακτικές μιας γυναίκας είναι η οικογενειακή καταπίεση ή η πορνεία. Η θεατρική «Ερατώ», την οποία με υπέροχο τρόπο ενσαρκώνει η εξαιρετική Κατερίνα Διδασκάλου, βουτά ηθελημένα σε ένα μανιασμένο πέλαγος που οδηγεί μακριά από την καταπίεση που βιώνει στο αποπνικτικό πατρικό της σπίτι, στην ελληνική επαρχία της δεκαετίας του '60. Η καταπίεση ξεκινά από την ίδια της την οικογένεια, από τον πατέρα της που ως γνήσιος πατριάρχης εξουσιάζει κάθε πτυχή της ζωής των ανθρώπων που μπορεί να τους ασκήσει επιρροή και καταστέλλει κάθε πιθανή αντίδραση με χειροδικία, έχοντας βαθιά ενσωματωμένη και αυτονόητη την ενδοοικογενειακή βία. Στην προσπάθειά της να αποδράσει από το προσωπικό της κολαστήριο, η Ερατώ αρπάζει το πρώτο σωσίβιο που θα βρεθεί μπροστά της, θεωρώντας πως η Αθήνα στην οποία οδηγεί το πλοίο, που το σκοινί του σωσιβίου είναι δεμένο, είναι η γη της επαγγελίας, ο γεωγραφικός τόπος της χαμένης της ευτυχίας. Παντρεύεται βιαστικά έναν νεαρό αστυνομικό που ζει και εργάζεται στην πρωτεύουσα και φεύγει μαζί του σε ένα ταξίδι που μόνο ως μεταγωγή κρατουμένου θα μπορούσε κανείς να το περιγράψει επαρκώς. Καταλήγει να ζει ξανά σε νέα αιχμαλωσία, με πατριάρχη αυτή τη φορά τον νόμιμο σύζυγό της, ο οποίος είναι ένας διεφθαρμένος μπάτσος που αυξάνει τα έσοδά του πουλώντας προστασία, λευκή σάρκα, ναρκωτικά και ότι άλλο βρεθεί μπροστά του και μπορεί να εκμεταλλευτεί. Η γυναίκα του δεν είναι για εκείνον τίποτα περισσότερο από μια μισθωμένη παραδουλεύτρα. Δε θέλει από εκείνη τίποτα παραπάνω. Ούτε ερωτική σύντροφο, ούτε παιδιά, ούτε έναν άνθρωπο για συντροφιά. Εκείνος άλλωστε συνήθως λείπει για νόμιμες ή παράνομες δουλειές και εξωσυζυγικές περιπέτειες και όταν βρίσκεται στο σπίτι, τρώει και κοιμάται.
Η «Ερατώ» πνίγεται πια σε μια καθημερινότητα κεντημένη με μοναξιά, αδιαφορία και ποδοπατημένη προσωπικότητα. Είναι απλά η κατά νόμο σύζυγος ενός τάδε, χωρίς δικό της όνομα και επώνυμο. Η ταυτότητά της δε γράφει καν φύλο. Ήταν κάποτε μια γυναίκα που φλεγόταν από έρωτα. Η φλόγα έσβησε από την αδιαφορία του συντρόφου της. Υπάρχει όμως ακόμη μια σπίθα χαμένη στα απόκρυφα σπλάχνα της, μια σπίθα που αναζωπυρώνει η ακοή της, από τη μέρα που μετακομίζει στο επάνω διαμέρισμα μια πόρνη. Μια άλλη καταπιεσμένη γυναίκα που όμως φαίνεται πιο ελεύθερη από την «Ερατώ». Έχει κάνει εκείνο το μικρό βήμα που απλά άλλαξε καταπιεστή. Δεν πουλάει το σώμα και την ψυχή της σε έναν σύζυγο κι αφέντη, αλλά σε πολλούς σαρκοβόρους εραστές που καίγονται από ηδονή και το μόνο που βλέπουν σε αυτή όταν την κοιτούν, είναι μια συσκευή εκτόνωσης. Τόσο μεγάλη είναι η δική της ευτυχία, τόσο ιδανική είναι η ζωή της. Και όμως στα αυτιά και στα μάτια της «Ερατούς» φαντάζει σαν επανάσταση. Μια επανάσταση που ποτέ δε θα κάνει.
Θα έρθει όμως και για εκείνη η λύτρωση, έστω και αργά. Ένα τροχαίο δυστύχημα που συνέβη ξημερώματα, θα σκοτώσει το δυνάστη της και θα την απελευθερώσει μαγικά από το κάτεργο στο οποίο ήταν καταδικασμένη να επιβιώνει. Ήταν τόσο απλό μα συνάμα τόσο δύσκολο. Όλα ξεκινούσαν πάλι μέσα από το σπίτι της, από τον σύζυγό και εκμεταλλευτή της. Όμως δεν μπορούσε να ξεφύγει από εκείνον όσο και αν το ήθελε. Η κοινωνία είχε φροντίσει γι' αυτό. Αν τον εγκατέλειπε θα ήταν μια άνεργη και άστεγη γυναίκα, χωρίς χρήματα και με μόνη προίκα της το στίγμα της πουτάνας, μια ρετσινιά που τόσο εύκολα κολλάει η κοινωνία σε μέτωπα καταπιεσμένων γυναικών, με ένα μηχανισμό θαρρείς αντανακλαστικό λες και προσπαθεί να προστατεύσει το οικοδόμημά της από τυχόν ανάφλεξη που θα οδηγήσει τα καταπιεσμένα αέρια των ψυχών σε έκρηξη.
Η «Ερατώ» που δανείζεται τη φωνή και τη μορφή της από την Κατερίνα Διδασκάλου, έχει την τύχη να μας διηγηθεί την ιστορία της μέσω μιας εκπληκτικής ηθοποιού, της οποίας η γλαφυρότητα και η υποκριτική δεινότητα προκαλούν στο θεατή δέος. Σε αυτό βοηθάει και η καλοδουλεμένη σκηνοθεσία του Σταμάτη Πατρώνη, ο οποίος είχε το δύσκολο έργο να κρατήσει ζωντανό έναν μονόλογο μιάμισης ώρας. Παρότι το έργο έχει ανέβει σε πολλές και διαφορετικές σκηνές, στο θέατρο Coronet είχε στη διάθεσή του και τα υπέροχα, πληθωρικά σκηνικά και τους φωτισμούς, τα οποία ο σκηνοθέτης εκμεταλλεύτηκε στο έπακρο. Το κείμενο είναι μια αφηγηματική εξιστόρηση ενός καταπιεσμένου βίου, στο οποίο συνυπάρχουν κωμικοτραγικές στιγμές, που κάνουν τον θεατή να γελάσει, να συμπονέσει, να θυμώσει, να δακρύσει και εν τέλει να φύγει από το θέατρο (ελπίζω) με την πικρή συνειδητοποίηση πως η ανισότητα των φύλων δεν έχει πάψει σε καμία περίπτωση να υφίσταται και πως το γυναικείο ζήτημα παραείναι επίκαιρο. Ωστόσο μετά τα Α και Β ακολουθούν πολλά ακόμη γράμματα...