«ΗΡΑΚΛΗΣ ΜΑΙΝΟΜΕΝΟΣ» | ΚΡΙΤΙΚΗ

«ΗΡΑΚΛΗΣ ΜΑΙΝΟΜΕΝΟΣ» | ΚΡΙΤΙΚΗ


5.0/5 κατάταξη (19 ψήφοι)

          Δεν παίζεται συχνά το συγκεκριμένο έργο του Ευριπίδη «Ηρακλής Μαινόμενος», κι ας είναι μια τραγωδία με γνήσια συστατικά: πυκνό λυρικό και δραματικό λόγο, ωραία χορικά, ήρωες αδρά χαραγμένους. Παρουσιάστηκε για πρώτη φορά στην Αθήνα, τo 416 π.Χ., στη διάρκεια του ολέθριου Πελοποννησιακού Πολέμου.
          Ο μυθικός ήρωας των Δωριαίων, προβάλλεται στην τραγωδία του Ευριπίδη σαν μια φλογερή ανθρώπινη μορφή. Αυτός ο ανίκητος ημίθεος, αφού έχει φέρει εις πέρας και τον τελευταίο του άθλο στον Άδη, βρίσκεται αντιμέτωπος με τα δικά του σκληρά πάθη. Κυνηγημένος συνεχώς από την Ήρα, κατορθώνει να υπερνικήσει όλες τις δυσκολίες. Αλλά εκείνη τρελαίνει τον άσπονδο εχθρό της και τον βάζει να σκοτώσει τη γυναίκα του Μεγάρα και τα τρία ανήλικα παιδιά τους, ενώ προηγουμένως τους είχε σώσει από τον σφετεριστή τύραννο της Θήβας, τον Λύκο, που τους απειλούσε με εξόντωση. Όταν συνέρχεται από τη μανία, αντικρύζει με φρίκη το έργο των χεριών του. Τώρα όλοι τον περιφρονούν. Η αυτοκτονία φαντάζει ως μόνη διέξοδος. Στην κρίσιμη στιγμή, φτάνει ο Θησέας -σαν από μηχανής θεός- και του αναπτερώνει το ηθικό, προσφέροντας του άσυλο στην Αθήνα, ως ανταπόδοση ευγνωμοσύνης. Σώζεται δηλαδή από χέρι ανθρώπου…
          Ο άνθρωπος είναι ανίκανος να τα βάλει με τους θεούς και τη μοίρα. Όταν θέλουν οι θεοί παίζουν μαζί του, χωρίς έλεος, χωρίς ηθική και δικαιοσύνη. Ακόμα και ο πιο αντρειωμένος φαίνεται μικρός, μόνος, έρημος, αβοήθητος. Κι ας έχει μοχθήσει στα πέρατα του κόσμου, καθαρίζοντας την κοινωνία από τα «τέρατα», εξημερώνοντας άβατες ερημιές και άγριες θάλασσες, βαστώντας τον ουρανό στις πλάτες του, κατεβαίνοντας στα λαγούμια του Άδη. Καμιά ελπίδα σωτηρίας…
          Ταιριάζει στο ύφος και στη σκηνοθετική ιδιοσυγκρασία του Δημήτρη Καραντζά αυτή η σκληρή τραγωδία. Χειρίστηκε με φροντίδα τη ρέουσα μετάφραση της Μαίρης Γιόση και πέτυχε την κλειστοφοβική ατμόσφαιρα ενός θρίλερ δωματίου με χειρισμούς ενισχυμένους από τους ήχους του Φώτη Σιώτα, τους σκοτεινούς φωτισμούς του Δημήτρη Κασιμάτη, το υποβλητικό σκηνικό του Κωνσταντίνου Σκουρλέτη και τα μελετημένα κοστούμια της Ιωάννας Τσάμη. Όμως, στις καίριες στιγμές της παραφοράς και του θρήνου, έλειψε εκείνη η κορύφωση, αυτή η έκσταση, που θα μας ταρακουνούσε συθέμελα ως θεατές. Έχω την αίσθηση, ότι δεν αποδόθηκε στο έπακρον το τραγικό μέγεθος του ήρωα, αφήνοντας την επίγευση του ανολοκλήρωτου.
          Ο χορός των γερόντων (Γιάννης Κλίνης, Γκαλ Ρομπίσα, Μπάμπης Γαλιατσάτος, Θανάσης Ραφτόπουλος, Αντώνης Αντωνόπουλος) είχε ωραίες στιγμές με τη συνεκφώνηση να εναλλάσσεται με το μέλος και την χορογραφημένη κίνηση του Τάσου Καραχάλιου στην πιο ταιριαστή και υποβλητική του έκφραση. Τα λυρικά ήταν ένα παράπονο για τα νιάτα που φεύγουν, για την κατάντια του κορμιού που βαδίζει τόσο άδοξα στο τέρμα.
          Ο Πυγμαλίων Δαδακαρίδης θα μπορούσε να πλάσει έναν άριστο «Ηρακλή» γιατί διαθέτει και το παράστημα και τη φωνή. Όμως, δεν είδαμε το πάθος που απαιτεί αυτός ο ρόλος, τις μεταπτώσεις και το τραγικό μεγαλείο.
          Ικανοποιητικά στάθηκε ο Γιώργος Γάλλος ως «Αμφιτρύων».
          Η Στεφανία Γουλιώτη έστησε μια παλμική, εναγώνια «Μεγάρα», κρατώντας καθάριο τον τραγικό τόνο.
          Άχρωμος ο «Θησέας» του Νίκου Μήλια.
          Σωστός, ως «Λύκος», ο Αινείας Τσαμάτης.
          Θαυμάσιο το εκρηκτικό πέρασμα του διδύμου Μπέζου («Ίρις») και Καλαϊτζίδου ( «Λύσσα») με εκφραστικότητα.
          Όταν θυμώνουν οι θεοί, η ζωή των ανθρώπων περνάει σε δεύτερη μοίρα. Είδα μια παράσταση φροντισμένη, έναν ύμνο στη φιλία, που της έλειψε αυτό που θα απογείωνε τη γεύση της.


Αφήστε σχόλιο

Παρακαλούμε συνδεθείτε για να αφήσετε σχόλιο.