ΤΙΤΟΣ ΒΑΝΔΗΣ: Ο ΕΛΛΗΝΑΣ ΜΕ ΤΗ ΔΙΕΘΝΗ ΚΑΡΙΕΡΑ
- Ημερομηνία: Πέμπτη, 23/02/2017 13:48
Ο Τίτος Βανδής υπήρξε ένας αγαπημένος ηθοποιός του ελληνικού θεάτρου κι από τους ελάχιστους που έκαναν διεθνή καριέρα, πρωταγωνιστώντας τόσο σε θεατρικές παραστάσεις του εξωτερικού, όσο και ταινίες μεγάλων δημιουργών. Πληθωρικός, καλόκαρδος και ανθρώπινος, κέρδισε τη φιλία και τον σεβασμό των συναδέλφων του. Επίσης διακρινόταν γα την ευγένειά του και τα πολιτικά του πιστεύω, τα οποία δεν πρόδωσε ποτέ, υπερασπίζοντας πάντα τη δικαιοσύνη και την ελευθερία.
Γεννήθηκε στις 7 Νοεμβρίου 1917 στο Νέο Φάληρο. Γόνος ευκατάστατης οικογένειας της Καβάλας - ο πατέρας του ήταν καπνέμπορος- επέστρεψε σε μικρή ηλικία στον τόπο καταγωγής των γονέων του. Σε ηλικία πέντε ετών έπαθε ελονοσία και γι' αυτό το λόγο έφυγε με τη μητέρα και τα αδέλφια του για την Ελβετία. Πήγε σχολείο στη Λωζάνη και τέσσερα χρόνια αργότερα επέστρεψε με την οικογένειά του στην Ελλάδα κι εγκαταστάθηκε στη Θεσσαλονίκη. Φοίτησε στο Γαλλικό Λύκειο της πόλης, μυήθηκε στις κομμουνιστικές ιδέες από τον Κυρ-Κώστα τον τσαγκάρη και πήρε τα πρώτα μαθήματα υποκριτικής στο Ωδείο Θεσσαλονίκης. Για να βελτιώσει την ξενική του προφορά, όταν επέστρεψε στην Ελλάδα, γράφτηκε στην Δραματική Σχολή του Εθνικού Θεάτρου σε ηλικία 16 ετών, ως ειδικό ταλέντο. Δάσκαλοι του ήταν ο Φώτος Πολίτης και ο Δημήτρης Ροντήρης.
Στη σκηνή πρωτοεμφανίστηκε στην παράσταση του Τάκη Μουζενίδη «Ο Πειρασμός», αλλά στο θέατρο βγήκε επισήμως το 1934 με το έργο «Ιούδας» του Σπύρου Μελά στο Εθνικό Θέατρο. Στη σχολή του Εθνικού γνώρισε την Μαρία Αλκαίου, η οποία θα γίνει η πρώτη σύζυγός του για μικρό διάστημα.
Ακολούθησαν πρωταγωνιστικοί ρόλοι στην κρατική σκηνή: «Ρωμαίος και Ιουλιέτα», «Θυσία του Αβραάμ» και άλλοι. Το 1940 θα συνεργαστεί για πρώτη φορά με τον θίασο της Μαρίκας Κοτοπούλη κι έναν χρόνο αργότερα, με την κυρία Κατερίνα (Ανδρεάδη), όπου θα υποδυθεί μερικούς από τους σημαντικότερους ρόλους του στο θέατρο («Νόρα» του Ιψεν, «Καίσαρ και Κλεοπάτρα» του Μπέρναρντ Σο κ.ά.).
Το 1938 στρατεύτηκε και το 1940 βρέθηκε στο μέτωπο, κατά τη διάρκεια του Ελληνοϊταλικού πολέμου. Στην Κατοχή μπήκε στο ΚΚΕ και μυήθηκε στο ΕΑΜ από τον Δήμο Σταρένιο. Το 1943 παντρεύτηκε τη συνάδελφό του Καίτη Ασπρέα, με την οποία απέκτησε μία κόρη, όμως ο γάμος τους δεν κράτησε πολύ. Το 1945 συμμετείχε σε δύο Εαμικούς θιάσους με σημαντικούς ηθοποιούς και το 1946 δημιούργησε τον πρώτο δικό του θίασο με τον Δήμο Σταρένιο και την Αλέκα Παΐζη, η οποία θα γίνει η τρίτη του σύζυγος το 1950.
Παράλληλα, ανέπτυξε συνδικαλιστική δράση στο Σωματείου Ελλήνων Ηθοποιών κι έδωσε αγώνες για τη βελτίωση συνθηκών εργασίας και πρόνοιας για νέους και απόμαχους ηθοποιούς. Την περίοδο 1951-1956 ξαναβρέθηκε στο θίασο της Κοτοπούλη. Ακολούθησαν συνεργασίες του με το Κρατικό Θέατρο Βορείου Ελλάδας (ΚΘΒΕ) και την Αθηναϊκή Σκηνή.
Στον κινηματογράφο εμφανίστηκε στις ταινίες του Ζιλ Ντασέν «Ποτέ την Κυριακή» (1960) και «Τοπ Καπί» (1964), ενώ η πρώτη του διάκριση στη μεγάλη οθόνη ήρθε το 1962 με το πρώτο βραβείο ερμηνείας που απέσπασε το Φεστιβάλ Θεσσαλονίκης για την ελληνογαλλική ταινία «Πολιορκία» του Κλοντ Μπερνάρ-Ομπέρ.
Το 1964 σχημάτισε εκ νέου δικό του θίασο και παρουσίασε το έργο του Μπρένταν Μπίαν «Ένας Όμηρος», σε μουσική Μίκη Θεοδωράκη. Παράλληλα, ίδρυσε μαζί με το Γιώργο Θεοδοσιάδη τη Δραματική Σχολή Αθηνών, όπου και δίδαξε.
Τον Ιούνιο του 1965 αναζήτησε μία καλύτερη τύχη στις Ηνωμένες Πολιτείες, για να ξελασπώσει από τα θιασαρχικά του χρέη εγκαταστάθηκε στη Νέα Υόρκη, όπου έζησε είκοσι έξι χρόνια. Έκανε μία αξιοπρόσεκτη καριέρα στο θέατρο, κινηματογράφο και την τηλεόραση. Μεγάλη επιτυχία του υπήρξε η συμμετοχή του στο θεατρικό έργο «Ίλια Ντάρλινγκ» (διασκευή του κινηματογραφικού «Ποτέ την Κυριακή»).
Έπειτα από μια πενταετή επιτυχημένη παρουσία στο Μπρόντγουεϊ, πήγε στο Χόλιγουντ όπου αφιερώθηκε αποκλειστικά στον κινηματογράφο. Εκεί συνεργάστηκε με μερικά από τα μεγαλύτερα ονόματα του παγκόσμιου στερεώματος: Λόρενς Ολίβιε, Σίντνει Πουατιέ, Γούντι Άλεν, Τζακ Λέμον, Πίτερ Ουστίνοφ. Χαρακτηριστικές είναι οι εμφανίσεις του σε κινηματογραφικές ταινίες, όπως το «Youngs Doctors in love», το «The Betsy», το «Τα πάντα γύρω από το σεξ» του Γούντι Άλεν, αλλά και ο «Εξορκιστής». Επίσης έπαιξε σε γνωστά τηλεοπτικά σήριαλ: «Χαβάη 5-0», «Κότζακ», «Επικίνδυνες Αποστολές» κ.ά . Ασχολήθηκε με τις μεταφράσεις θεατρικών έργων και δίδασκε ως καθηγητής στο κολέγιο της Σάντα Μόνικα στα τέλη της δεκαετίας του ‘70.
Ενδιάμεσα, ήρθε στην Ελλάδα για κάποιες εμφανίσεις στο Εθνικό Θέατρο, με αξιοπρόσεκτη την παρουσία του στο έργο «Λυσσασμένη Γάτα» του Τενεσί Ουίλιαμς σε σκηνοθεσία Νίκου Χαραλάμπους. Το 1982 γνώρισε τη συνάδελφό του Μπέτυ Βαλάση, την οποία παντρεύτηκε το 1984 και έζησε μαζί της ως το τέλος της ζωής του.
Το 1983 τιμήθηκε με το βραβείο Α’ ανδρικού ρόλου στο Φεστιβάλ Θεσσαλονίκης για την ταινία του Γιώργου Σταμπουλόπουλου «Προσοχή, Κίνδυνος!». Έγραψε ένα και μοναδικό βιβλίο, το αυτοεξολογητικό «Κουβέντα με τους φίλους μου». Πέθανε στις 23 Φεβρουαρίου 2003, μετά από πολύμηνη μάχη με τον καρκίνο.