VICTOR VICTORIA - ΚΡΙΤΙΚΗ
- Ημερομηνία: Τετάρτη, 20/04/2016 14:49
Το μιούζικαλ των Blake Edwards και Henry Mancini VICTOR VICTORIA σκηνοθετεί στη σκηνή του Pantheon Theater ο Απόλλων Παπαθεοχάρης. Είναι η ιστορία της Victoria Grand μιας φτωχής Αγγλίδας σοπράνο, που σε αναζήτηση δουλειάς και μέλλοντος, καταφεύγει στο Παρίσι του μεσοπολέμου και με τη βοήθεια ενός ιμπρεσσάριου και φίλου, του Toddy, μπαίνει στα πολυπόθητα καλλιτεχνικά κυκλώματα των κλαμπ της εποχής και τελικά γίνεται γνωστή σαν άντρας (Victor) που υποδύεται γυναίκες στη σκηνή. Κι ενώ ανέρχεται ταχύτατα στο καλλιτεχνικό στερέωμα και γνωρίζει μεγάλη επιτυχία, ο έρωτάς της για έναν Αμερικανό γκάγκστερ την κάνει να αναθεωρήσει τις προτεραιότητές της τόσο ως καλλιτέχνης, όσο και ως γυναίκα.
Η θεματολογία του έργου παρόλο που δεν κρύβει υψηλά νοήματα σαν αυθεντικό μιούζικαλ θίγει θέματα, όπως αυτό της σεξουαλικής ταυτότητας, τα οποία απασχολούν ακόμα και σήμερα τς σύγχρονες κοινωνίες, αποτελώντας διαχρονικούς προβληματισμούς.
Η ελληνική απόδοση του κειμένου έγινε από τη Μυρτώ Κοντοβά, η οποία ενώ γενικά έχει ένα στρωτό και άμεσο λόγο, χρησιμοποιεί σε αρκετά σημεία γλωσσικές ευκολίες σύγχρονης αργκό, σε μία προσπάθεια να προσεγγίσει έτσι καλύτερα το πνεύμα της εποχής.
Τη σκηνοθεσία της τρίτης αυτής μεταφοράς του συγκεκριμένου μιούζικαλ στην Ελλάδα, υπογράφει ο Απόλλων Παπαθεοχάρης.
Καθώς η παράσταση είναι αυθεντικό μιούζικαλ, το υπερθέαμα τη συνοδεύει και όχι άδικα. Έλειψε η πρωτοτυπία πάντως, καθώς δεν είδα κάτι που να παρεκκλίνει από μια κλασσική πεπατημένη αρκετών σύγχρονων μιούζικαλ, αλλά χωρίς προσωπική σφραγίδα και μια φυσιογνωμία καινοτόμα. Οδηγώντας γενικά μια παράσταση από ασφαλή μονοπάτια, χάνεται η ευκαιρία να δημιουργήσεις κάτι που δεν έχουν κάνει άλλοι πριν από σένα. Και πολλές φορές τέτοιες "μικρές" λεπτομέρειες είναι η ειδοποιός διαφορά μεταξύ μιας καλής και μιας κορυφαίας παράστασης. Η συμβιβασμένη σκηνοθεσία έχει πάντα και θετικές και αρνητικές πλευρές. Για να ολοκληρώσω τη σκέψη μου, η παράσταση του Πάνθεον, επιβιώνει λόγω κάποιων τεχνικών αρετών, κάποιων καλών ερμηνειών, αλλά φυσικά δε θριαμβεύει καλλιτεχνικά λόγω εγγενών αδυναμιών και ίσως σκηνοθετικών αδυναμιών. Σε μια παράσταση μιούζικαλ, όσο και αν η μουσική και η κίνηση μπορεί να παίζουν πρωτεύοντα ρόλο, δεν πρέπει να είναι αποκομμένες από την όποια πρόζα, χρειάζεται να υπάρχει μια στοιχειώδης χημεία μεταξύ τους και να είναι ισότιμα παρούσες στη σκηνή. Κάτι που δεν είναι εμφανές στη συγκεκριμένη παράσταση, με τα δύο είδη να επικαλύπτονται και να λειτουργούν μέχρι και αντιθετικά σε κάποιες σκηνές, αντί να αλληλοσυμπληρώνονται.
Η Εβελίνα Παπούλια στο διπλό ρόλο του Victor Grazinski και της Victoria Grand είχε την ευκαιρία ενός λαμπερού πρωταγωνιστικού ρόλου. Κινητικά και χορευτικά άγγιξε την τελειότητα, χωρίς όμως το γεγονός αυτό να μπορεί να επικαλύψει κάποιες ερμηνευτικές και φωνητικές της αδυναμίες. Πληθωρική και πειστική στη θηλυκότητα και το "άρωμα γυναίκας" σα Victoria, δυναμική και με πολλή ενέργεια. Αλλά σα Victor δεν είχε την ίδια πληρότητα η παρουσία της, καθώς ούτε επαρκή αρρενωπότητα έβγαλε, ούτε φωνητικά μπόρεσε να στηρίξει το εγχείρημα. Σα να μην πίστευε και η ίδια στην αλήθεια της ερμηνείας της και να υστέρησε σκηνικά.
Ο Γιάννης Ζουγανέλης σαν Toddy, ατζέντης και φίλος της Victoria, έδειχνε σα να έκανε αγγαρεία στα τραγουδιστικά μέρη του ρόλου του, ενώ στην πρόζα έπαιξε με θλιβερά κλισέ και ξεπερασμένο τρόπο τον gay. Τα σεξιστικά του σχόλια και οι γκριμάτσες του στα περάσματά του στη σκηνή, επίσης πλήρως αποτυχημένα, αποτέλεσε μάλλον μια ατυχή επιλογή για το έργο.
Ο Γιάννης Στάνκογλου, ερμήνευσε τον King Marchand, τον ξαφνικό έρωτα της Victoria, με τρόπο γοητευτικό και αρρενωπό, χωρίς φυσικά να διεκδικεί δάφνες ερμηνευτικές. Αλλά τουλάχιστον η ερμηνεία του δεν είχε και κάποιο χτυπητό ψεγάδι. Φωνητικά υστέρησε κάπως, αν και απέφυγε τις υπερβολές και τις ακρότητες, ξέροντας προφανώς τα όριά του.
Η Θεοδώρα Τζήμου σα Norma Cassidy, είδε το χαρακτήρα της ως καρικατούρα και ηρωίδα κόμικ και τον ερμήνευσε ως τέτοιον. Τσιρίζοντας με αλλοιωμένη φωνή σχεδόν σε όλη τη διάρκεια του έργου, σε σημείο που να με κουράσει αρχικά και να με εκνευρίσει στη συνέχεια, δεν μπόρεσε να πείσει ούτε σαν απλά χαζή και ξανθιά.
Ο Γιώργος Κοψιδάς ερμήνευσε τον Squash Bernstein, με συμπαθή τρόπο, καθαρή άρθρωση και προσπαθώντας να τον προσεγγίσει σαν παρουσία και σα συναίσθημα, αλλά η επίπεδη φωνή του και ο ανύπαρκτος τονισμός του δε βοήθησαν καθόλου τις καλές του προθέσεις.
Ο Δημήτρης Φραγκιόγλου στο ρόλο του Λαμπίς, ιδιοκτήτη κλαμπ που απέρριψε αρχικά τη Victoria, ήταν λίγος για το ρόλο..
Ο Γιώργος Σουξές, υποδύθηκε τον Αντρέ Κασέλ, ιδιοκτήτη του κλαμπ όπου μεγαλούργησαν οι Victor και Victoria, χωρίς να είναι κακός, δεν μπήκε πλήρως στο κλίμα του έργου και η παρουσία του λησμονιέται σύντομα.
Ο Άρης Πλασκασοβίτης χορευτικά τα πήγε πολύ καλά, ενώ είχε και συμπαθητική παρουσία ως Σαλ Αντρέττι, συνεργάτη και συνεταίρου του King Marchand.
Τέλος ο Ιάσων Μανδηλάς εκπρόσωπος και αυτός μιας νέας φουρνιάς πολυτάλαντων παιδιών στάθηκε εξαιρετικά στη χορευτική του παρουσία, ενώ αν συνεχίσει να δουλεύει με το πείσμα που δείχνει το πρόσωπό του και στην πρόζα θα έχει πολύ μέλλον.
Πάνος Μαλικούρτης, Παναγιώτης Μαλακός, Γιώργος Παπαδόπουλος, Βασίλης Ρόξενος, Chali Jennings, Μελίνα Κόντη, Courtney Parker, Λίζι Σπαχή, Πέτρος Ιωάννου, Τατιάνα Δημητριάδου, Σταυριάνα Γαρνάβου, Ηλίας Μπαγεώργος, Ευγένιος Buli και Αναστασία Διαμαντοπούλου σε μικρότερους ρόλους, αλλά και υποστηρίζοντας με το ταλέντο τους τα υπέροχα χορευτικά της παράστασης συντέλεσαν αποφασιστικά στην ολοκλήρωσή της.
Τα σκηνικά υπογράφει ο Μανώλης Παντελιδάκης, μαιτρ του υπερθεάματος, ο οποίος έδωσε μια ιδιαίτερη και δυναμική αισθητική στην παράσταση με τις εναλλαγές των χώρων να είναι πραγματικά εντυπωσιακές.
Τα κοστούμια του Απόλλωνα Παπαθεοχάρη είχαν μια εξτρίμ διάθεση και μια κομψότητα που αποτέλεσαν συχνά τέρψη για το μάτι του θεατή και συνδυάστηκαν με τη μεγαλοπρέπεια του σκηνικού του κυρίου Παντελιδάκη. Οι χορογραφίες ευτύχησαν στην επιμέλεια της Chali Jennings και αποτέλεσαν ίσως το ισχυρότερο ατού της παράστασης. Δουλεμένες με λεπτομέρεια, επιμονή και εξαιρετικό συντονισμό μεταξύ των αντρών και γυναικών χορευτών ήταν υψηλών προδιαγραφών.
Η ενορχήστρωση του Αλέξιου Πρίφτη, εξαιρετική, ανέδειξε τη μουσική του έργου.
Οι φωτισμοί του Γιώργου Τέλλου ακολούθησαν τη σκηνοθετική γραμμή χωρίς να είναι εντυπωσιακοί.
Συμπερασματικά, στη σκηνή του Pantheon είδα ένα υπερθέαμα που βασίζεται εν πολλοίς στα εντυπωσιακά του σκηνικά, στο κομψά του κοστούμια και τις υπέροχες χορογραφίες, δίνοντας λίγο χώρο στην πρόζα και ακόμα λιγότερη σημασία στην ουσία. Οι ερμηνείες, πλην λίγων εξαιρέσεων, κινούνται στη μετριότητα. Αισθητικά δεν είναι αμελητέα, αλλά θεωρώ ότι μετά από λίγο καιρό ο μέσος θεατής παρόλο που θα πέρασε σχετικά καλά, θα θυμάται ελάχιστα πράγματα από την παράσταση.