ΣΤΗ ΣΙΩΠΗ - ΚΡΙΤΙΚΗ

ΣΤΗ ΣΙΩΠΗ - ΚΡΙΤΙΚΗ


5.0/5 κατάταξη (6 ψήφοι)

Στη νέα στέγη του Θεάτρου ΤΕΣΣΕΡΙΣ ΕΠΟΧΕΣ, ο Πέτρος Αποστολόπουλος σκηνοθετεί το έργο του Δημήτρη Λέντζου ΣΤΗ ΣΙΩΠΗ.

Δυο νέοι άνθρωποι ερωτεύονται και ο νεαρός που δεν ξέρει πολλά γράμματα και κυρίως πώς να γράφει "όμορφες" και ερωτικές λέξεις, επιστρατεύει ένα φίλο του να του γράψει κάποιες ερωτικές επιστολές, χωρίς φυσικά να πει στην κοπέλα την αλήθεια.

Μετά από κάποια χρόνια και αφού οι δύο νέοι παντρεύτηκαν, ο νεαρός αποκαλύπτει στην κοπέλα την αλήθεια. Εκείνη θεωρεί κορυφαίο θέμα ηθικής τάξης, το ψέμα αυτό, καθώς ο έρωτάς τους βασίστηκε στις επιστολές αυτές και με βάση τις εσωτερικές της αρχές, αποφασίζει να μη μιλήσει ποτέ ξανά στον άντρα της, συμβιώνοντας μαζί του στη σιωπή.

Ένα έργο που πραγματεύεται την αλήθεια και το ψέμα και την σημασία που έχουν για τον κάθε άνθρωπο και το αξιακό του σύστημα. Ποια μπορεί να είναι η τιμωρία για ένα ψέμα που σε πληγώνει βαθιά και γκρεμίζει μια εικόνα που έχτισες με κόπο, επενδύοντας προσωπικά συναισθήματα; Υπάρχουν περιθώρια, μια κατακερματισμένη εμπιστοσύνη να ξανακερδηθεί;

Ο συγγραφέας περιγράφει μια ακραία αντίδραση σε ένα ψέμα, που ίσως στάθηκε σημαντικό για δύο ζωές και την κοινή τους πορεία στο χρόνο. Μια τιμωρία, που καταντά να γίνεται κόλαση για δύο και να παραμένει σταθερή και αμετακίνητη.

Ο Πέτρος Αποστολόπουλος σκηνοθετεί την παράσταση, ακολουθώντας τους ρυθμούς και τις εσωτερικές υποδείξεις του κειμένου, εισάγοντάς μας αρχικά στην πραγματικότητα των δύο νέων και στη συνέχεια εξελίσσοντας την αντίδραση του τελματωμένου ψυχολογικά άντρα, απέναντι σε ένα τοίχο σιωπής. Η τιμωρία δείχνει ακραία, αμείλικτη και διαρκεί εικοσιπέντε χρόνια, εγκλωβίζοντας τα δύο πρόσωπα της ιστορίας, στο δικό τους κουκούλι και με τον καθένα τους να κουβαλά το δικό του σταυρό.

Φυσικά, με το κείμενο να είναι μονόλογος και τη γυναικεία παρουσία στην παράσταση, να είναι μόνο νοητικά παρούσα, ακούμε μόνο τη μία πλευρά της ιστορίας, με τη σιωπή της άλλης πλευράς, να δίνει μια ηχηρή μεν απάντηση, αλλά να μη μπορούμε να προσεγγίσουμε τα βαθύτερα αίτια της αντίδρασης αυτής. Έτσι το έργο σε κάποιες στιγμές γίνεται λίγο μονόπλευρο, προτάσσοντας την τιμωρία του άντρα, σα μείζον ζήτημα και λιγότερο την ίδια τη φύση και τη σπουδαιότητα του ψέματος.

Βέβαια στη ροή του έργου, δε λείπουν και οι αμφιβολίες, ότι αυτό που περιγράφει στη σκηνή ο ήρωας, ο Γιώργης, ίσως να μην αντιπροσωπεύει την απόλυτη πραγματικότητα.

Είναι πιθανόν η γυναίκα να μη ζει πια και έτσι να μιλάει σε ένα φανταστικό είδωλο, που δημιούργησε ο ίδιος και η φαντασία του, μην αντέχοντας τον πόνο του χαμού. Όπως επίσης είναι εξίσου πιθανό, η γυναίκα αυτή να υπήρξε μια έντονη ερωτική φαντασίωση του Γιώργη, μια ονείρωξη με την οποία ζει και πορεύεται σε μια πορεία μοναξιάς, που βαθιά μέσα του ποτέ δε θέλησε να αποδεχτεί.

Η αμφισημία αυτή, εντείνει το μυστήριο και μετατοπίζει και το ενδιαφέρον του θεατή στην παραίτηση και τον πόνο, που γεννά η μοναξιά και η αδυναμία της σωστής εκμετάλλευσης της ζωής μας.

Ο Πέτρος Αποστολόπουλος, αναλαμβάνει και ερμηνευτικά το ρόλο του Γιώργη και επιβεβαιώνει ότι είναι εξαιρετικός σε ρόλους που κρύβουν έντονο συναίσθημα και μια ακραία ευαισθησία, που μπορεί να καταλήξει και σε ψυχική ανισορροπία. Γίνεται τρυφερός, γλυκός και ακραία δοτικός σε μία πρώτη φάση, αλλά στη συνέχεια μεταπίπτει σε μια ψυχολογία πιο έντονη, με λόγια πικρίας να βγαίνουν από το στόμα του, που ενίοτε γίνονται σκληρά, προσβλητικά, για να καταλήξει να κλείσει ο κύκλος σε μια μοναξιά απόγνωσης, καταπιεσμένων απωθημένων και μίας εσωτερικής απελπισίας, χωρίς για τον ίδιο να διαφαίνεται κάποιο είδος λύτρωσης.

Οι διακυμάνσεις των συναισθημάτων αυτών είναι δουλεμένες και προσεκτικά δομημένες, ώστε να μη συγχέονται με κραυγαλέες και ψευδεπίγραφες αντιδράσεις. Συχνά με τη φαινομενική του αδυναμία, μας επιτρέπει να ρίξουμε μια ματιά κάτω από την επιφάνεια της ερμηνείας του και ίσως να βρούμε εκεί καταστάσεις και συναισθήματα με τα οποία να ταυτιστούμε σα θεατές, αφού όλοι μπορεί να έχουμε βιώσει έρωτα, χαρά, θλίψη, πόνο, απόγνωση και μοναξιά. Μόνο στις πιο ακραίες του και προσβλητικές, προς τη φανταστική γυναίκα απέναντί του, στιγμές, ένιωσα ότι χρειαζόταν λίγη περισσότερη ένταση, πυγμή και αποφασιστικότητα στη φωνή και μεγαλύτερη ακαμψία στο σώμα, για να γίνει απόλυτα πειστικός.

Η μουσική του Μιχάλη Τερζή έδωσε χρώμα και τέμπο στην παράσταση, ενώ το σκηνικό της Λαμπρινής Καρδαρά, αυστηρό και λιτά λειτουργικό, ώστε να αποτυπώσει όλη τη μοναξιά και τη στειρότητα που βγάζουν οι χαρακτήρες.

Τα κοστούμια της ίδιας, έδωσαν εύστοχα μια επαρχιώτικη ενδυματολογική άποψη, κάποιας περασμένης εποχής.

Οι φωτισμοί του Τάκη Ποδαρόπουλου, θα ήθελα να έχουν παίξει λίγο περισσότερο με τις σκιές, χωρίς όμως να επηρεάσουν αρνητικά την ατμόσφαιρα της παράστασης.

Συμπερασματικά, στον ανανεωμένο χώρο του Θεάτρου Τέσσερις Εποχές, είδα μια παράσταση που βασίστηκε σε ένα συμπαθέστατο κείμενο (αν και σε κάποιες στιγμές ακραίο) που εγείρει σημαντικά ηθικά ζητήματα και ξυπνά μέσα μας σκέψεις και συναισθήματα. Σκηνοθετημένο με δυναμικό τρόπο, έχει βέβαια, κάποιες λίγες στιγμιαίες αρρυθμίες, αλλά έχει και μία ερμηνεία που βγαίνει από την ψυχή του ηθοποιού.


Αφήστε σχόλιο

Παρακαλούμε συνδεθείτε για να αφήσετε σχόλιο.