Σ' ΕΣΑΣ ΠΟΥ ΜΕ ΑΚΟΥΤΕ - ΚΡΙΤΙΚΗ
- Ημερομηνία: Παρασκευή, 01/04/2016 17:30
Η παράσταση Σ' ΕΣΑΣ ΠΟΥ ΜΕ ΑΚΟΥΤΕ, βασισμένη σε κείμενο της Λούλας Αναγνωστάκη και σκηνοθετημένη από το Μάνο Καρατζογιάννη, ξεκίνησε ένα δεύτερο κύκλο θεατρικής πορείας στο Θέατρο Σημείο.
Εγώ την παρακολούθησα στον πρώτο κύκλο της, στο Ίδρυμα Μιχάλης Κακογιάννης, στην αρχή της χρονιάς και τις εντυπώσεις μου από εκείνη την εμπειρία θα σας μεταφέρω.
Το έργο, γραμμένο το 2001, μας μεταφέρει σε ένα βερολινέζικο σπίτι, το οποίο σταδιακά συνταράζεται από δακρυγόνα, ριπές όπλων και τον ήχο των επεισοδίων από τη διαδήλωση που λαμβάνει χώρα από κάτω. Στο ίδιο αυτό σπίτι, 6 άνθρωποι προσπαθούν να απεγκλωβιστούν από τους προσωπικούς τους εφιάλτες, τους καταναγκασμούς, αλλά και τις εξαρτήσεις τους περιμένοντας την έλευση της οικογένειας της Σοφίας, ο καθένας για τους δικούς του λόγους. Η κατάσταση όμως δεν εξελίσσεται με τον αναμενόμενο τρόπο και η συνάντηση αυτή γίνεται το εφαλτήριο γύρω από ένα μικρόφωνο να ακουστούν αλήθειες, να γίνουν κάποιες προσωπικές "επαναστάσεις" και να αποκαλυφθούν πολλά μικρά προσωπικά δράματα. Όλοι αναζητούν μέσα από την αλήθεια μία κάθαρση, μία λύτρωση, τη δύναμη να συνεχίσουν.
Το έργο έχει μικρούς ήρωες, καθημερινούς, απλούς ανθρώπους, οι οποίοι ταλανίζονται από σύγχρονες παθογένειες, όπως την ξενοφοβία, τους δισταγμούς για μια νέα τάξη πραγμάτων που φαίνεται να έρχεται, τη μισαλλοδοξία, την αστυνόμευση και την έκπτωση των ηθικών αξιών. Όλοι αυτοί συνθέτουν ένα ετερόκλητο παζλ, που συμβιώνουν, παρά τις διαφορές τους, κάτω από την ίδια στέγη και που κάτι περιμένουν από τη ζωή και το μέλλον.
Ο Μάνος Καρατζογιάννης στην πρώτη του σκηνοθετική δουλειά, αναλαμβάνει με σεβασμό και ωριμότητα ίσως, το πιο ολοκληρωμένο από τα έργα της Λούλας Αναγνωστάκη, με όπλο του την ενδελεχή έρευνά του στο θεατρικό σύμπαν της συγγραφέως, με στόχο να ανιχνεύσει σε βάθος το αποτύπωμα του κάθε χαρακτήρα του έργου, να καταδείξει τη διαφορετικότητα και τη μοναδικότητά του και να στηλιτεύσει κοινωνικά φαινόμενα μέσα από τις προσωπικές στιγμές των ηρώων. Χρησιμοποιεί μαζί το λόγο και την εικόνα, για να συνθέσει την ιδιαιτερότητα του καθενός και να τη γνωρίσει στο κοινό. Με μέτρο και διατηρώντας τις εσωτερικές ισορροπίες του κειμένου, δεν αναπτύσσει κανένα χαρακτήρα υπέρμετρα, άλλωστε δεν είναι αυτός και ο στόχος του έργου, αλλά αναδεικνύει τις φοβίες του ψυχισμού των ηρώων, τις εμμονές και τους ψυχαναγκασμούς τους, αναζητώντας τρόπους απεγκλωβισμού τους από αυτές. Το πολιτικό χρώμα στο έργο είναι αναπόφευκτο, αφού είναι ξεκάθαρα υπαρκτό και μέσα στο κείμενο, και κάθε πράξη μας που έχει σχέση με τον κοινωνικό περίγυρο έχει μια συνέπεια στο συνολικότερο πολιτικό γίγνεσθαι. Υπάρχουν σαφείς ενδείξεις διαχρονικότητας και ενός προφητικού κλεισίματος του ματιού, στο παρόν στη ροή του κειμένου που το διατηρεί φρέσκο και ζωντανό 15 χρόνια μετά τη συγγραφή του.
Η εντύπωση που μου άφησε η παρακολούθηση της παράστασης, ήταν ότι ο σκηνοθέτης δούλεψε προσωπικά με τον κάθε ηθοποιό, αλλά πάντα μέσα στα πλαίσια της συνολικότητας της προσέγγισης του σύμπαντος της Αναγνωστάκη και με τον κάθε μονόλογο τους έκανε άτυπους πρωταγωνιστές της προσωπικής τους τραγωδίας, πριν ενταχθούν και πάλι σε ένα υποτυπώδη χορό, μαζί με τους άλλους ήρωες. Όλη η προσπάθεια δείχνει επιμέλεια και πραγματική προσπάθεια ανάδειξης των αρετών ενός κειμένου εσωτερικού, με μια πικρή υφέρπουσα ποίηση μέσα του.
Η Όλια Λαζαρίδου στο ρόλο της παρακμιακής και φαινομενικά ανεξέλεγκτης μητέρας, της Έλσας, έχει μια εκρηκτικότητα και ένα λανθάνον εσωτερικό πάθος στα ξεσπάσματά της, ενώ οι παύσεις της είναι τόσο εκκωφαντικές που προσδίδει μια αυθόρμητη συμπάθεια και τρυφερότητα στο χαρακτήρα. Ελέγχοντας πλήρως τα εκφραστικά της μέσα, τόσο ως προς το λόγο, όσο και ως προς την έκφραση του προσώπου και την κίνηση, δείχνει σαν αντικατοπτρισμός της συγγραφέως και δίνει μια ολοκληρωμένη απάντηση στην υποκρισία και τον κοινωνικό φαρισαϊσμό που την περιβάλλει.
Η Δανάη Επιθυμιάδη υποδύεται την κόρη Σοφία και κινείται με άνεση, ανάμεσα στη νεανικότητα της ηλικίας παίζοντας με ζωντάνια και έναν πηγαίο αυθορμητισμό, αλλά και την εμμονική της εξάρτηση από τον Άγη, που την οδηγεί σε προσωπικά και νοητικά αδιέξοδα. Η ιδεολογική της ανεπάρκεια της στοιχίζει τον έρωτα αυτόν και επιχειρεί να καθαίρει τις ενοχές της μέσα από μία προσωπική επανάσταση. Ο Ανδρέας Κοντόπουλος είναι ο Άγης, ο οποίος ψάχνει τρόπο να απεγκλωβιστεί από τον έρωτα της Σοφίας, καθώς τον θεωρεί αδιέξοδο και ουτοπικό και με το λόγο του καλλιεργεί στην παράσταση έναν ήρωα με διάθεση ηγετική που θέλει να πραγματώσει τα όνειρα και τις φιλοδοξίες του. Ίσως όμως θα χρειαζόταν λίγο περισσότερο πάθος και εσωτερική φλόγα για να τα υποστηρίξει σκηνικά και να πείσει απόλυτα για τις σκέψεις και τις προθέσεις του.
Η Μαρία Ζορμπά ενσαρκώνει την ομώνυμη ηρωίδα με πραότητα, μια εσωτερική ηρεμία και έναν απόλυτο εσωτερικό αυτοέλεγχο. Δεν έχει εκρήξεις, αλλά χρησιμοποιεί την ουσιαστικότητα του λόγου της για να επικοινωνήσει τα μηνύματα που θέλει. Έχει μια σιγουριά στο παίξιμό της και μια δυναμική που την κάνει να ξεχωρίζει.
Ο Άντριαν Φρίλινγκ ερμηνεύει το Χανς, ένα πρώην δάσκαλο μέσης εκπαίδευσης, που έχει καταλήξει ένα ράκος της ζωής να ζει στο δικό του μικρόκοσμο, ψελλίζοντας τραγούδια που ακούει από το ραδιοφωνάκι του. Εξαιρετικός στην ερμηνεία αυτή, ψηλαφείς και νιώθεις την πίκρα και το χάσιμο του ήρωα στην έκφραση των ματιών και το στήσιμο του κορμιού του, αλλά και στην κουρασμένη, σχεδόν παραιτημένη χροιά της φωνής του.
Η Κλεοπάτρα Μάρκου στο χαρακτήρα της Τρούντελ, εντυπωσιάζει με τις φωνητικές της δυνατότητες, την ένταση των συναισθημάτων που εκπέμπει, αλλά και την ισορροπία και το μέτρο με τα οποία χειρίζεται το ρόλο και τον φέρνει απολύτως στα μέτρα της. Ένα όνομα που το κράτησα ως υποσημείωση για το μέλλον.
Ο Γιάννης Καραούλης, στο ρόλο του Τζίνο, του "συνοδού" του Νίκου, κρατάει τα χαλινάρια του χαρακτήρα, χωρίς να γίνεται καρικατούρα και είναι αυθεντικός και ευέλικτος ανάμεσα στις κωμικές και στις τραγικές στιγμές του. Ο Γιώργος Σαββίδης υποδύεται το Νίκο, μπορεί να έχει λίγες ατάκες στη ροή του έργου και να είναι λιτός σε αυτές, αλλά σαν προσεκτικός παρατηρητής των άλλων, με τη σιωπή του εκφράζει πολλά, αλλά και αποδεικνύεται ρυθμιστής των συναισθημάτων άλλων χαρακτήρων.
Ο Μάνος Στεφανάκης ερμηνεύει τον Ιβάν και στο πρώτο μισό της παράστασης, μου έδινε μια εξακολουθητική αίσθηση έλλειψης στην ερμηνεία του, σαν κάτι να μην είχε δουλέψει καλά. Στο δεύτερο μισό δείχνει να ενεργοποιείται, να αλλάζει ταχύτητα και να προσαρμόζεται επιτυχημένα στις απαιτήσεις και τις προσδοκίες του ρόλου του.
Τα σκηνικά του Γιάννη Αρβανίτη λιτά, μοιάζουν σα να μην πιάνουν καθόλου χώρο στη σκηνή, αλλά είναι λειτουργικά και αφήνουν πλεόνασμα κινητικότητας στους ηθοποιούς.
Οι ενδυματολογικές επιλογές της Βασιλικής Σύρμα ταυτίζονται με το χωρόχρονο, που εκτυλίσσεται το έργο και τον υπηρετούν πιστά.
Οι φωτισμοί της Κατερίνας Μαραγκουδάκη, άλλοτε πιο έντονοι, άλλοτε πιο απαλοί, δημιουργούν μια κλειστοφοβική ατμόσφαιρα, ταιριαστή στο σύμπαν της Αναγνωστάκη και συμπλέουν απόλυτα με το πνεύμα της σκηνοθεσίας.
Η κίνηση της Ζωής Χατζηαντωνίου επικουρεί επιτυχημένα το λόγο και του δίνει βαρύτητα και ένταση.
Συμπερασματικά, στήθηκε μια παράσταση, η οποία είχε στόχο την όσο το δυνατόν πληρέστερη αποτύπωση και κατανόηση από το θεατή ενός σύγχρονου, μεστού και ώριμου ελληνικού έργου. Η εμβριθής μελέτη του σκηνοθέτη και η σκηνική απόδοση του κειμένου τον οδήγησαν σε μια προσεκτική και ισορροπημένη σκηνοθεσία χωρίς ακρότητες, αλλά και χωρίς χτυπητές αδυναμίες. Οι ηθοποιοί συντονισμένοι στο συνολικό όραμα έδωσαν ένα γενικά εξαιρετικό εαυτό και λειτούργησαν τόσο ατομικά όσο και ομαδικά το ίδιο αρμονικά. Όσοι δεν την παρακολουθήσατε στην πρώτη της θεατρική πορεία, έχετε τώρα μια δεύτερη ευκαιρία να την εκτιμήσετε.