ΠΟΙΟΣ ΣΚΟΤΩΣΕ ΤΟ ΣΚΥΛΟ ΤΑ ΜΕΣΑΝΥΧΤΑ - ΚΡΙΤΙΚΗ
- Ημερομηνία: Τρίτη, 12/02/2019 14:55
Το έργο του Άγγλου θεατρικού συγγραφέα Σάιμον Στήβενς (Simon Stephens) "Ποιος Σκότωσε το Σκύλο τα Μεσάνυχτα" (The Curious Incident of the Dog in the Night-Time) σκηνοθετεί στο Θέατρο Τζένη Καρέζη ο Βαγγέλης Θεοδωρόπουλος. Γράφτηκε το 2012, έκανε πρεμιέρα τον ίδιο χρόνο (2 Αυγούστου) στο Εθνικό Θέατρο της Αγγλίας (σκηνή Cottesloe) και κέρδισε 7 βραβεία Olivier το 2013 (συμπεριλαμβανομένου και αυτού του καλύτερου νέου έργου). Βασίστηκε στο ομώνυμο μυθιστόρημα μυστηρίου του Άγγλου Mark Haddon, του 2003, το οποίο κέρδισε το Whitbread Book Award για το καλύτερο μυθιστόρημα εκείνης της χρονιάς. Ο Κρίστοφερ Μπουν είναι ένας δεκαπεντάχρονος που έχει διαγνωσθεί με ένα είδος αυτισμού (σύνδρομο Asperger), δεν αντέχει τις προσωπικές διαχύσεις που προϋποθέτουν επαφή (όπως για παράδειγμα την αγκαλιά), λέει πάντα την αλήθεια και είναι μαθηματική ιδιοφυΐα. Ζώντας στο Swindon με τον πατέρα του, ένα βράδυ ανακαλύπτει σκοτωμένο το Γουέλινγκτον, το σκύλο μιας γειτόνισσας και αναλαμβάνει να λύσει το μυστήριο του δράστη. Κάποιοι δείχνουν πρόθυμοι να τον βοηθήσουν και κάποιοι άλλοι (όπως ο πατέρας του) τον αποτρέπουν από αυτό. Στην πορεία των ερευνών, ο πατέρας του ομολογεί ότι αυτός έχει σκοτώσει το σκύλο από προσωπικό θυμό, ενώ του έχει πει ψέμματα και ως προς το θάνατο της μητέρας του, η οποία τους εγκατέλειψε και ζει στο Λονδίνο. Ο Κρίστοφερ φοβάται για τη δική του ζωή, φεύγει από το πατρικό του, υπερνικά τις φοβίες του και ταξιδεύει μόνος στο Λονδίνο για να βρει τη μητέρα του και να ζήσει μαζί της. Οι φιλοδοξίες του για ένα διαγωνισμό ανώτερων Μαθηματικών στον οποίο θέλει να συμμετέχει τον οδηγούν και πάλι στο Swindon με τη συνοδεία της μητέρας του, η οποία συμφιλιώνεται με τον πατέρα του. Ο νεαρός αριστεύει στις εξετάσεις, κάνει όνειρα για το μέλλον του και αρχίζει μια σταδιακή συμφιλίωση με τον πατέρα του. Η μετάφραση είναι της Κοραλίας Σωτηριάδου είναι συνεπής προς το αρχικό κείμενο και έχει ροή και συνέχεια.
Ο Βαγγέλης Θεοδωρόπουλος σκηνοθετεί την παράσταση με κέντρο τα γραπτά του ίδιου του Κρίστοφερ που γίνονται παράσταση, δίνοντας έμφαση αφενός στις σχέσεις του με τους οικείους του (πατέρα, μητέρα και τη δασκάλα του), αλλά και τον κόσμο γύρω του και αφετέρου στη μαθηματική διάνοια του παιδιού. Ο αυτισμός και η διαφορετικότητα αντιμετωπίζονται σαν καθημερινός τρόπος ζωής και αποτελούν μαζί με την οικογένεια, την εφηβεία και τα μαθηματικά τους πυρήνες γύρω από τους οποίους κινείται η προβληματική του έργου. Η μεταβλητότητα του περιβάλλοντος των ηρώων εκφράζεται μέσα από μια διαρκή κίνηση των ηθοποιών, πρόσωπα που συνεχώς εναλλάσσονται κι ένα σκηνικό που μεταβάλλεται ανάλογα με τη ροή των σκηνών. Ο ρυθμός είναι γρήγορος, αν και δεν αποφεύγονται κάποιες σκηνές που έχουν μια εγγενή φλυαρία και δεν υπάρχει η απαιτούμενη ισορροπία λόγου και κίνησης. Είναι εμφανής μια ευαισθησία ως προς τις ιδιαιτερότητες του Κρίστοφερ,αλλά αυτές απλά φλερτάρουν με το συναίσθημα, χωρίς να έχουν τη δυναμική να το δημιουργήσουν, να το κάνουν κυρίαρχο και να οδηγήσουν το θεατή στην ενσυναίσθηση. Το ίδιο αισθάνθηκα και για τη σκληρότητα του ανθρώπινου περιβάλλοντός του παιδιού, ότι αντιμετωπίστηκε ακροθιγώς, με μια διάθεση ωραιοποίησης και χωρίς να τονιστεί η έντασή της.
Ο Γιάννης Νιάρρος αναλαμβάνει το δύσκολο ρόλο του Κρίστοφερ επιχειρώντας να μας βάλει στον ιδιότυπο κόσμο ενός νεαρού με ιδιαιτερότητες που δε γίνονται εύκολα αποδεκτές από τον κοινωνικό περίγυρο. Ενώ καταφέρνει να βρει τις ισορροπίες μεταξύ της αβεβαιότητας του οικογενειακού του περιβάλλοντος και της σιγουριάς του εσωτερικού του κόσμου που παρατηρεί εντατικά και αναλύει τα πάντα, κάποιες στιγμές καταφεύγει σε κάποια ερμηνευτικά στερεότυπα που είναι ξεπερασμένα . Καταφέρνει να δώσει την αίσθηση της διαφορετικότητας, αλλά όχι να την υπερασπιστεί σε υψηλό βαθμό και να ευαισθητοποιήσει με αυτήν.
Η Αλεξάνδρα Αϊδίνη ερμηνεύει τη Σιβόν, δασκάλα του Κρίστοφερ και αφηγήτρια μέρους της ιστορίας από το τετράδιο του νεαρού. Εκπέμπει μια γλυκύτητα και μια ζεστασιά με το λόγο και την κίνησή της, ενώ οι σκηνές της με τον Κρίστοφερ έχουν μια ιδιαίτερη ένταση και πείθουν για τη δυναμική της σχέσης τους. Υπήρξαν κάποιες στιγμές που την ένιωσα να αποστασιοποιείται από τα τεκταινόμενα, αλλά γρήγορα επανήλθε στο σωστό ρυθμό. Ο Θέμης Πάνου υποδύθηκε τον Εντ, πατέρα του Κρίστοφερ. Με λόγο μονότονο, δεν είχε σκηνική χημεία με το γιο του.
Η Μαρία Καλλιμάνη ήταν η Τζούντι, μητέρα του Κρίστοφερ, η οποία εγκατέλειψε την οικογενειακή εστία, γιατί δεν μπορούσε να αντέξει τις υποχρεώσεις της ανατροφής του παιδιού. Ο λόγος και η κίνησή της είχε μια κάπως υπερβολική θεατρικότητα που άγγιξε την επιτήδευση, αλλά κατάφερε να αποτυπώσει σωστά την εσωτερική της πάλη μεταξύ της μάνας και της γυναίκας. Οι υπόλοιποι ηθοποιοί μοιράζονται πολλούς δευτερεύοντες χαρακτήρες που υπάρχουν σχηματοποιημένοι στο μυαλό του Κρίστοφερ με πιο χαρακτηριστικούς για τον καθένα την κυρία Αλεξάντερ (Μαρία Κατσανδρή), τον κύριο Σίαρς (Θύμιος Κούκιος), την κυρία Σίαρς (Βάσια Χρήστου), τον αστυνομικό (Σπύρος Κυριαζόπουλος) και τον αιδεσιμότατο Πήτερς (Γιώργος Γιαννακάκος), συμπληρώνοντας με την ενέργειά τους ένα πολυπρόσωπο καστ.
Τα σκηνικά της Μαγδαληνής Αυγερινού με διαφόρων μεγεθών λευκούς κύβους που ανακατεύονταν συνέχεια αλλάζοντας τη γεωμετρία του χώρου, είχε ένα συμβολισμό ως προς τη μαθηματική διάνοια που αντιπροσωπεύει ο Κρίστοφερ, αλλά η διαρκής εναλλαγή τους συχνά αποδιοργάνωνε την προσοχή του θεατή.
Τα κοστούμια της Κλαιρ Μπρέισγουελ έδωσαν μια πειστική αίσθηση αγγλικής καθημερινότητας της επαρχίας.
Η μουσική του Σταύρου Γασπαράτου προσέδωσε ένταση στις κορυφώσεις των σχέσεων των ηρώων,
Η επιμέλεια της κίνησης ανήκει στη Σοφία Μαυραγάνη, με τους ηθοποιούς να βρίσκονται σε μια σχεδόν συνεχή κινητικότητα η οποία αποτύπωσε εύστοχα την αβεβαιότητα και τη σύγχυση (πνευματική και ψυχική) των χαρακτήρων που συμμετέχουν στη ροή της ιστορίας.
Οι φωτισμοί του Σάκη Μπιρμπίλη προτίμησαν κυρίως τα γενικά πλάνα με κάποιες επιτυχημένες εστιάσεις στο νεαρό Κρίστοφερ στα τετ α τετ με τους γονείς του και το διαγωνισμό των μαθηματικών.
Συμπερασματικά, στη σκηνή του Θεάτρου Καρέζη παρακολούθησα μια παράσταση ενός σύγχρονου και ιδιαίτερα ευαίσθητου έργου, η οποία επιχείρησε να θίξει τον αυτισμό και τη διαφορετικότητα μέσα από την καθημερινότητα μιας οικογένειας. Οι σχέσεις του νεαρού ήρωα με τον οικογενειακό και κοινωνικό του περίγυρο περιγράφονται με κάπως σχηματικό τρόπο και χωρίς ιδιαίτερη εμβάθυνση, ενώ δεν ένιωσα να υποκινείται έντονα το συναίσθημα του θεατή. Ο ρυθμός ήταν γρήγορος, αλλά οι συνεχείς εναλλαγές σκηνικών και κάποια φλυαρία σε κάποιες σκηνές ενίοτε κουράζουν το θεατή. Οι ερμηνείες δεν ήταν πάντα συντονισμένες με κάποιες να ξεχωρίζουν, κάποιες άλλες να είναι υποδεέστερες και να χρησιμοποιούν κλισέ και ευκολίες.