O ΓΙΩΡΓΟΣ ΚΟΤΑΝΙΔΗΣ ΓΡΑΦΕΙ ΣΤΟ ONLYTHEATER
- Ημερομηνία: Παρασκευή, 01/04/2016 10:58
O Γιώργος Κοτανίδης, περιγράφει με γλαφυρό τρόπο την πρώτη του σκηνική εμπειρία. Περισσότερα, στο βιβλίο του «Όλοι μαζί. Τώρα!» που κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Καστανιώτη.
Η ΠΡΩΤΗ ΜΑΣ ΠΡΕΜΙΕΡΑ
Στα παρασκήνια η αγωνία και η αδρεναλίνη στο κατακόρυφο, δουλεύουμε σιωπηλά με ρυθμούς ιλιγγιώδεις. Η γενική δοκιμή της προηγούμενης νύχτας ήταν απογοητευτική, τα τεχνικά προβλήματα που υπήρχαν δεν μας επέτρεψαν ούτε καν να περάσουμε ολόκληρο το έργο, δε λειτούργησε σχεδόν τίποτε από όλη την προετοιμασία μας, σκέτη διάλυση και φυσικά από κάτω βουβαμάρα και αμφισβήτηση. Είναι από τις στιγμές που αναρωτιέσαι μήπως αυτό για το οποίο δουλεύεις τόσον καιρό και το πιστεύεις με πάθος, αυτό το ίδιο που άλλες στιγμές σε γεμίζει ολοκληρωτικά και πιστεύεις ότι είναι αριστούργημα, είναι ένα τίποτα που δεν αφορά κανέναν.
Πολλοί συνάδελφοι που μας τίμησαν με την παρουσία τους στη γενική έφυγαν με ξινισμένα μούτρα και ύφος απαξιωτικό, φεύγοντας άκουγες να ψιθυρίζουν «έλα μωρέ τα κωλόπαιδα, δε μπορούν να πουν ένα τραγούδι και θέλουν και πρωτοπορία». Τα τραγούδια τα ξέραμε φυσικά, μας τα είχε διδάξει στις πρόβες ο Θόδωρος Αντωνίου, αλλά δεν είχαμε προλάβει να τα προβάρουμε με την μουσική ενορχηστρωμένη την οποία είχα παραλάβει από το σπίτι του Θόδωρου Αντωνίου την τελευταία στιγμή και την έφερα στο θέατρο με ένα μηχανάκι του σκοτωμού, είχα πέσει δυο φορές στο δρόμο, διότι άσχετος με την ισορροπία, ιδίως όταν έβλεπα κάτι ενδιαφέρον στο πεζοδρόμιο. Πού να τα εξηγήσεις όμως όλ’ αυτά στο κοινό, να βγεις και να πεις «ξέρετε, έπεσα με το μηχανάκι και άργησα να φέρω τη μουσική» δεν έχει και νόημα.
Φάγαμε τις δυσκολίες και την ξινίλα –αχ αυτή η ξινίλα του σιναφιού- αλλά δεν απογοητευτήκαμε, αντίθετα πεισμώσαμε. Πιστεύαμε πολύ στην παράσταση που ετοιμάζαμε επί δύο μήνες με το Γιώργο Μιχαηλίδη. Ήμασταν δοσμένοι ολόψυχα σ’ ένα όραμα που γεννήθηκε βήμα – βήμα στις πρόβες, είχαμε μετασχηματιστεί οι ίδιοι μέσα σ’ αυτή τη διαδικασία. Ήμασταν αποφασισμένοι να κάνουμε την παράστασή μας και να μεταδώσουμε το μήνυμά μας, να γκρεμίσουμε τον τοίχο που μας χώριζε απ’ το κοινό, όπως μας άρεσε να λέμε και όπως το κάναμε στη διάρκεια της παράστασης. Δεν κοιμηθήκαμε, όλη τη νύχτα και την επόμενη μέρα, ως την ώρα της παράστασης διορθώναμε τις τεχνικές ατέλειες με επικεφαλής τον σκηνογράφο μας Γιάννη Λεκκό και τον ζωγράφο Δημήτρη Κακουλίδη που ήταν κοντά μας συνέχεια και βοήθησε στη λύση πολλών προβλημάτων με την εμπειρία και την αισθητική του, αλλά και πάλι δεν τα προλάβαμε όλα.
Μέχρι την τελευταία στιγμή, δεν ξέραμε αν θα λειτουργήσει ο δανεικός projector, το μηχάνημα προβολής των slides, μας έλλειπαν και κάποια ρούχα και αξεσουάρ, κάποια απ’ αυτά ετοιμαζόταν ακόμα και αφού άρχισε η παράσταση, σε όλη τη διάρκειά της βάφαμε και ράβαμε τα σκηνικά και τα κοστούμια της επόμενης σκηνής. Α ναι! Βρισκόμαστε στο θέατρο Βέμπο και είναι 3 Σεπτεμβρίου 1970, στην πρεμιέρα της «Όπερας του ζητιάνου» του Τζων Γκέι και είμαστε το «Ελεύθερο Θέατρο».
Μόλις έγινε «πόρτα» και πήρε ο Μηνάς Χατζησάββας τη θέση του στο προσκήνιο –είχαμε καταργήσει την αυλαία και ο Μηνάς καθόταν μπροστά διαβάζοντας ένα βιβλίο, ενώ έμπαινε το κοινό- οι λεπτομέρειες και τα προβλήματα ξεχάστηκαν. Ήρθε η ώρα της δράσης που αφήνει πίσω τις αμφιβολίες και μένει ελεύθερη η φλόγα της δημιουργίας. Το θέατρο, παρότι τεράστιο και εμείς άγνωστοι, γέμισε ασφυκτικά, έγινε βέβαια χάος με τις θέσεις γιατί, ως ντιπ άσχετοι που ήμασταν, είχαμε στείλει τις προσκλήσεις σε επίσημους και κριτικούς μόνο για ένα άτομο και οι άνθρωποι ήρθαν με τις γυναίκες τους ή αντίστροφα και ταλαιπωρήθηκαν, ήμασταν πρωτάρηδες και δεν ξέραμε.
Και τώρα, κρυμμένοι στα παρασκήνια δουλεύαμε πυρετωδώς για τις τελευταίες ατέλειες και παράλληλα ρίχναμε κλεφτές ματιές, από τα ανοίγματα των κουρτινών, στην πλατεία του θεάτρου και τη βλέπαμε να γεμίζει με κόσμο. Τι ευτυχία! Βέβαια τρέμανε τα πόδια μας από την αγωνία, φοβόμασταν κιόλας μήπως το μήνυμα της παράστασης ενοχλήσει από πολιτική άποψη, διότι υπήρχε και η χούντα και αστεία δε σήκωνε. Είχε σκάσει μια βόμβα εκείνες τις μέρες έξω από την Αμερικάνικη πρεσβεία με δύο νεκρούς και το κλίμα ήταν πολύ βαρύ.
Χτύπησε το πρώτο κουδούνι κι εμείς ακόμη μπαινοβγαίναμε από καμαρίνι σε καμαρίνι διορθώνοντας το μακιγιάζ ο ένας του άλλου και επαναλαμβάνοντας συνεχώς για γούρι τη μαγική λέξη «σκατά». Ευτυχώς ήταν κοντά μας τα παιδιά της Ελληνοευρωπαϊκής Κίνησης Νέων, της ΕΚΙΝ που μας βοηθούσαν στις τεχνικές δουλειές και μας εμψύχωναν. Ερχόταν στις πρόβες και πίστευαν στην παράσταση πάρα πολύ, αυτοί μας βοήθησαν να βρούμε και το δάνειο των σαράντα χιλιάδων (δραχμών εννοείται) για τα βασικά έξοδα του ανεβάσματος. Διότι η χούντα ως γνωστόν δεν έδινε επιχορηγήσεις σε θιάσους, όπως γίνεται τώρα που όλοι γίνονται πρωτοπόροι εκ του ασφαλούς, μόνο ξύλο έδινε, και εμείς δεν είχαμε μία, αρκετοί από μας δουλεύαμε σε πάσης φύσεως δουλειές, από γκαρσόνια και μοντέλα για διαφημίσεις μέχρι μπογιατζήδες, ή τη βγάζαμε με δανεικά (και αγύριστα) να είναι καλά οι φίλοι!
Χτύπησε το τρίτο κουδούνι και βγήκαμε στη σκηνή με τρεμάμενα πόδια αλλά μόνο για λίγα λεπτά, αμέσως η παράσταση βρήκε το ρυθμό της και βιώσαμε για πρώτη φορά αυτό το μυστήριο που σε μεταμορφώνει μπροστά στο κοινό. Πριν ανοίξει η αυλαία, αγωνιούσαμε μπροστά στο άγνωστο, νομίζαμε ότι έχουμε να ανέβουμε ολόκληρο βουνό, αλλά μόλις άνοιξε η αυλαία και είδαμε το θηρίο με τα πολλά κεφάλια, το κοινό δηλαδή, μεταμορφωθήκαμε και αφεθήκαμε στην αγκαλιά του! Στην πρώτη πράξη το έργο παιζόταν κανονικά, όλα τα ευρήματα, σκηνοθετικά και υποκριτικά, ήταν ενταγμένα στο έργο του Τζων Γκέι. Η παράσταση είχε ένταση και γρήγορο ρυθμό και οι αντιδράσεις του κοινού ήταν πολύ θερμές. Το πρώτο μέρος τελείωσε με μια φοβερή σφαγή από τους γκάγκστερς που υποδυόμασταν, όλοι οι ηθοποιοί έπεφταν νεκροί επί σκηνής. Μετά, σηκώθηκε όρθιος ο Σαμπάνης και φώναξε «Διάλλειμα» προκαλώντας το χειροκρότημα του κοινού. Σηκωθήκαμε όλοι και βγήκαμε από τη σκηνή, τα φώτα της πλατείας άναψαν, το κοινό πήγαινε προς το φουαγιέ του θεάτρου και το μπαρ και μερικοί είχαν ήδη ανάψει τα τσιγάρα τους. Τότε αρχίσαμε να βγαίνουμε και πάλι στη σκηνή, ημίγυμνοι αυτή τη φορά, φορώντας μόνο χορευτικά καλσόν οι άντρες και κορμάκια τα κορίτσια. Το κοινό ξαφνιάστηκε και έμεινε μετέωρο ενώ εμείς αρχίσαμε να κάνουμε αυτοσχεδιασμούς, μικρές ιστοριούλες με θέμα την ελεύθερη έκφραση και την επικοινωνία τους οποίους κατέστρεφε μια αόριστη δύναμη. Μετά από κάθε προσπάθεια που ματαιωνόταν, σηκωνόμουν και φώναζα «Δηλαδή;», και ξαναρχίζαμε. Ένας αόρατος τοίχος υψωνόταν ανάμεσά μας, και ανάμεσα σε μας και το κοινό και μας καταπλάκωνε, μας εμπόδιζε να εκφραστούμε. Εμείς όμως επιμέναμε απέναντι σε αυτήν την αόρατη δύναμη και συνεχίζαμε να αυτοσχεδιάζουμε, ενώνοντας σιγά-σιγά τις δυνάμεις μας και στο τέλος, όλος ο θίασος, απέναντι στο κοινό, προσπαθούσε να γκρεμίσει τον αόρατο τοίχο ασυντόνιστα στην αρχή αλλά μετά συντονίζαμε την προσπάθεια, φώναζα «Όλοι μαζί», «Τώρα» και ο τοίχος έπεφτε μέσα από ένα φοβερό σκηνικό ξέσπασμα.
Οι θεατές παρακολουθούσαν, άλλοι καθιστοί, άλλοι όρθιοι με μετέωρο βήμα προς το μπαρ ή τις τουαλέτες, άλλοι να μπαίνουν από το μπαρ με το ποτό ή με το τσιγάρο στο χέρι, και όλοι τους ξαφνιασμένοι, ξέσπασαν σε ένα θυελλώδες χειροκρότημα. Το ιντερμέδιο του διαλείμματος, τους ξάφνιασε αλλά τους έφερε πολύ πιο κοντά μας και περίμεναν το δεύτερο μέρος με μεγάλη περιέργεια. Στη δεύτερη πράξη το έργο ξανάρχιζε κανονικά, όχι όμως για πολύ. Ένας ισχυρός εξωτερικός παράγοντας, η αόρατη δύναμη που κατέστρεφε τους αυτοσχεδιασμούς του διαλείμματος, διέκοπτε τώρα πλέον και την παράσταση. Αυτό που συνέβαινε έξω από το θέατρο ήταν τόσο ισχυρό, ώστε παρά την εντολή που ερχόταν συνεχώς «απ’ έξω» να συνεχίσουμε, η παράσταση άρχισε να διαλύεται μέσα σε ένα φοβερό κρετσέντο και τη θέση της έπαιρνε μια άλλη παράσταση, αυτή της θεαματικής αποδόμησης -όχι μεταμοντέρνας- του θεάματος, της απόλυτης διάλυσης που γινόταν από μας τους ίδιους σαν αντίδραση ή διαμαρτυρία για αυτά που συνέβαιναν έξω. Για μας η «εξωτερική απειλή» σήμαινε τη χούντα αλλά αυτό δεν δηλωνόταν πουθενά φανερά, μπορούσε να υποθέσει κανείς ότι είναι ένας πόλεμος, ένας κριτικός αργότερα ταύτισε την απειλή με την γερμανική κατοχή μιλώντας για «ματωμένες αγωνίες της Ελλάδας». Στο φινάλε, ένα ξέσπασμα κατέστρεφε τα πάντα και μετά, ακολουθούσε το τραγούδι της ελπίδας.
Ήταν η ώρα του κοινού. Έγινε κάτι σαν έκρηξη και οι θεατές βρέθηκαν στη σκηνή χωρίς να το καταλάβουμε, χωρίς να το καταλάβουν οι ίδιοι. Πνιγήκαμε στις αγκαλιές φίλων, ανθρώπων του θεάτρου, φοιτητών και απλών ανθρώπων, ακριβώς το αντίθετο από τη γενική δοκιμή. Μας έσφιγγαν και μας ευχαριστούσαν με δάκρυα στα μάτια, η επικοινωνία ήταν πλήρης, το ίδιο και η αποδοχή, το μήνυμά μας πέρασε ολοκληρωτικά πρώτα απ’ όλα στη νεολαία. Τα δώσαμε όλα και τα πήραμε όλα, πλούσια ανταμοιβή.
Δεν πετύχαμε επειδή κάναμε κάποια καινοτομία –η παράσταση είχε αρκετές όχι όμως δήθεν- αλλά γιατί δοθήκαμε ολόψυχα σ’ ένα όραμα με καθαρότητα και πληρότητα, αγγίξαμε το καινούργιο που επιθυμούσαμε και αναζητούσαμε. Αμφισβητήσαμε αυτά που μάθαμε από τους δασκάλους μας και αυτοί μας χειροκρότησαν με ενθουσιασμό. «Δώσατε ένα ράπισμα σ’ όλη την φτήνια και την αηδία που υπάρχει γύρω μας», μας είπε ο Σωκράτης Καραντινός, που θα μπορούσε να πει κανείς ότι ήταν συντηρητικός! Ο Μουζενίδης ήταν συγκινημένος και περήφανος ψιθύριζε συνεχώς «Μπράβο, μπράβο» ενώ ο Τερζάκης μας έσφιγγε το χέρι έναν-έναν και έλεγε «εύγε παιδιά μου». Η Μαρία Χορς μας αγκάλιαζε με δάκρυα στα μάτια, το ίδιο και ο Βόκοβιτς ενώ ο Τζόγιας έλεγε «πάντα σας πίστευα». Αλλά και πέραν των δασκάλων μας, οι πιο σημαντικοί άνθρωποι του θεάτρου, από τον Χορν ως τη Λαμπέτη, από τον Κουν ως τον Μινωτή, και από τον Ληναίο ως την Καρέζη και τον Καζάκο, παρέλασαν από την παράσταση τις επόμενες λίγες μέρες που παίξαμε, μας μίλησαν με ενθουσιασμό, πολλοί από αυτούς, με δάκρυα στα μάτια. Μερικοί, όπως ο Ντίνος Κατσουρίδης ερχόταν κάθε μέρα, το ίδιο και τα παιδιά της ΕΚΙΝ που ήταν περήφανα για μας.
Τι ήταν αυτό που προκάλεσε αυτήν τη μεγάλη επικοινωνία; Υπήρχε στην κοινωνία μια ανάγκη έκφρασης η οποία μεγάλωνε με γρήγορους ρυθμούς. Επί τριάμισι χρόνια υπήρχε σχεδόν απόλυτη σιωπή στο κοινωνικό και το καλλιτεχνικό πεδίο, και πάνω απ’ όλα στο πολιτικό εννοείται. Η χούντα είχε επιβάλλει το παιχνίδι της στέλνοντας στις φυλακές και τις εξορίες οποιονδήποτε τολμούσε να κουνηθεί, η μεγάλη πλειοψηφία ήταν σιωπηλή. Έτσι όταν βγήκαμε στη σκηνή του “Βέμπο” το Σεπτέμβρη του ’70, με την “Όπερα του Ζητιάνου” έγινε μια έκρηξη αφού, σε μεγάλο βαθμό, περιείχε ανατροπές τόσο στη φόρμα όσο και στο περιεχόμενο, ήταν «πολιτικό θέατρο». Είχαμε καταφέρει να δώσουμε μέσα από την παράσταση το μήνυμα ότι «κάτι υπάρχει», επιβεβαιώνοντας τη μεγάλη ανάγκη που υπήρχε στον κόσμο και ιδιαίτερα στους φοιτητές. Είχαμε σπάσει τον πρώτο κανόνα. Αυτό οφείλονταν στην ανατροπή του έργου από την σκηνοθετική γραμμή του Μιχαηλίδη, μια γραμμή που διαμορφώθηκε βήμα-βήμα στις πρόβες και γι’ αυτό είχαμε όλοι ταυτιστεί και την υπηρετούσαμε στη σκηνή με πάθος και αφοσίωση με αποτέλεσμα την καλλιτεχνική πληρότητα του θεάματος. Μπορούμε να πούμε ότι η συμβολή του Γιώργου Μιχαηλίδη ήταν καθοριστική, αυτός είχε δώσει στην παράσταση το πολιτικό στοιχείο με την συγκεκριμένη τροχιά της αποδόμησης, που εξελίχθηκε στο συλλογικό όραμα. Βέβαια, αργότερα όταν θα ξεκινούσαμε για το επόμενο βήμα μας που θέλαμε να είναι πιο ομαδικό, τον αμφισβητήσαμε ακραία αποκαλώντας τον «σκηνοθέτη-δικτάτορα» αλλά στην ουσία, το πρώτο βήμα για την ομαδοποίησή μας και την κατεύθυνση προς το πολιτικό θέατρο, είχε γίνει με τη δική του βοήθεια. Κρίμα που το κράτησε «μανιάτικο» σε μερικούς από μας μέχρι τώρα.
Ύστερα από το δεκαήμερο των παραστάσεων στο «Βέμπο», ανεβήκαμε να παίξουμε την παράσταση στο «Βασιλικό Θέατρο» στη Θεσσαλονίκη, την πόλη που γεννήθηκα, που έζησα την εφηβεία μου, που πολιτικοποιήθηκα, που αγάπησα το θέατρο. Ήταν για μένα μια επιστροφή για να θυμηθώ πώς ξεκίνησαν ολ’ αυτά, πώς αποφάσισα να γίνω ηθοποιός και κατέβηκα στην Αθήνα για να δώσω εξετάσεις στη Σχολή του Εθνικού, «τη μεγάλη του Γένους σχολή» όπως μου άρεσε να την αποκαλώ ειρωνικά.
Νομίζω πως όλα ξεκίνησαν από τα χρόνια της Σχολής, της Δραματικής Σχολής του Εθνικού Θεάτρου, εκεί έγινε η συνάντηση και η διεργασία που οδήγησε στη δημιουργία του «Ελεύθερου Θεάτρου» μόλις αποφοιτήσαμε.
Γιώργος Κοτανίδης