ΑΡΙΣΤΕΑ ΣΕΡΕΜΕΤΗ: ΠΡΟΣΔΟΚΙΑ ΕΠΙΣΤΡΟΦΗΣ ΣΤΟ ΑΚEΡΑΙΟ ΜΙΑΣ ΑΛΗΘΙΝΗΣ ΖΩΗΣ
- Ημερομηνία: Δευτέρα, 04/05/2020 11:59
Ο κόσμος πάγωσε μπροστά σε έναν μικροσκοπικό, αόρατο με γυμνό μάτι εχθρό, πανίσχυρο και ανίκητο,μιας και δεν υπάρχει η δυνατότητα ανοσίας μέσω εμβολιασμού του γενικού πληθυσμού.
Κι όταν λέμε «πάγωσε», το εννοούμε μεταφορικώς αλλά και κυριολεκτικώς.
Οι εργασίες εγκαταλείφθηκαν, οι δρόμοι ερήμωσαν, ο τρόμος κατοικοεδρεύει πλέον στα σπίτια μας και μέσα στις ψυχές μας, όσοι εργαζόμενοι αναγκαστικά συνέχισαν τα ωράριά τους, ζουν με τον φόβο και την αγωνία μήπως η ζωή τους γίνει ένας αριθμός που αναφέρεται σε κρούσματα ή ακόμη χειρότερα σε θανάτους.
Εκατομμύρια άνθρωποι, σε όλον τον πλανήτη, αποσύρονται του κοινωνικού βίου τους, του εργασιακού, φιλικού, οικογενειακού τους περιβάλλοντος, απομονώνονται και περιορίζονται στα τετραγωνικά του σπιτιού τους, προσπαθώντας να μείνουν ασφαλείς, τόσο οι ίδιοι όσο και οι άνθρωποι που νοιάζονται και αγαπούν, εικόνες συγκλονιστικές καταφτάνουν μέσω διαδικτύου και τηλεόρασης, εικόνες νοσοκομείων σε κατάρρευση, γιατρών και νοσηλευτών σε συντριβή, φορείων με ανθρώπους σε σακούλες, ομαδικών τάφων, απώλειες ανθρώπων που χαρακτηρίζονται ευπαθείς, ηλικιωμένοι, ασθενείς με υποκείμενα νοσήματα, ανθρώπων που υπήρξαν μοναδικοί κι αναντικατάστατοι στον περίγυρό τους, που πέθαναν μόνοι, που θάφτηκαν μόνοι, που όσοι τους πόνεσαν και τους νοιάστηκαν, τους πένθησαν επίσης μόνοι.
Η λέξη που ακούγεται συχνότερα είναι η λέξη «καραντίνα».
Να μείνουμε σπίτι, να δείξουμε ατομική και συλλογική ευθύνη, να σαπουνίζουμε τα χέρια μας πολύ σχολαστικά, να μην αγγίζουμε το πρόσωπό μας, να μην ερχόμαστε σε επαφή με αγαπημένους μας, να φοράμε μάσκες και γάντια, να ακούμε μουσική, μόνοι, ιντερνετικά, να παρακολουθούμε θέατρο μόνοι από το διαδίκτυο, να επικοινωνούμε με τηλέφωνο, μηνύματα και live συνδέσεις, να περπατάμε μόνοι, να τρώμε μόνοι, να ζούμε μόνοι. Mα μπορούμε να ζούμε μόνοι;
Ζει ο άνθρωπος μόνος; Για πόσο μπορεί ν' αντέξει την ασκητική;
Το παιδί πότε θα παίξει με άλλα παιδιά να χαρεί; Ο έφηβος πότε θα βρεθεί με την παρέα του να διασκεδάσει; Ο νέος πότε θα ερωτευτεί; Ο άνθρωπος χωρίς δουλειά για πόσο μπορεί να επιβιώσει; Ο παππούς πώς θα ζήσει μακριά από τα παιδιά και τα εγγόνια του; Η γιαγιά πότε θα πάρει αγκαλιά την εγγονή της; Πότε θα πάμε στην ταβέρνα να πιούμε ένα κρασάκι να μαλακώσει η ψυχή μας; Πότε θα βρεθούμε ξανά μαζί, όπως πριν. Όπως παλιά. Θυμάσαι;
Ο χρόνος περνά αργά, βασανιστικά, ανεκπλήρωτος, άδειος, στον βρόντο, στην απραξία, στην οικονομική ανέχεια, στη μοναξιά.
Η οικονομία πιέζει, ο κόσμος ασφυκτιά, η χαμένη άνοιξη χάσκει ως επιθυμία, ως διακαής πόθος.
Φτου και βγαίνουμε!
Πέρασε η πανδημία και ο κίνδυνος;
Όχι!
Και τώρα τι; Επιστροφή στην κανονικότητα με προσοχή, σταδιακή επανένταξη στους ρυθμούς μας, με μάσκες και γάντια, με αποστάσεις, με υγιεινή, με αντισηπτικά, με προσοχή, με επαγρύπνηση.
Ο κόσμος ξεχύνεται στους δρόμους. Το πρώτο σοκ έχει δώσει τη θέση του στην απόλυτη ανάγκη της συναναστροφής, της παρέας, του μαζί, της χαράς της φύσης που μεγαλούργησε ανέμελη της ανθρώπινης δραστηριότητας, των αγώνων και των διεκδικήσεων που είναι πιο επιτακτικοί από ποτέ, μιας και οι κυβερνήσεις άδραξαν αδίστακτες την ευκαιρία της υγειονομικής κρίσης ώστε να διασωληνώσουν και τα ελάχιστα εναπομείναντα εργασιακά δικαιώματα.
Όλα έτρεχαν εις βάρος μας, όσο εμείς μέναμε σπίτι, υπομένοντας την ανάγκη της ιστορίας μας και μαθαίνοντας τι λένε τα κομπιούτερς κι οι αριθμοί, πώς να επικοινωνούμε και να διεκπεραιώνουμε τα απαραίτητα ηλεκτρονικά, παρακολουθώντας σε οθόνη το σχολείο, το πανεπιστήμιο, τη συναυλία, τον τραπεζικό, πενιχρό, λογαριασμό μας, τις οφειλές, τις ρυθμίσεις, τη ζωή μας όλη, τους συγγενείς,τους φίλους, τους έρωτες, τις άκυρες και ματαιωμένες επ' αόριστον επιθυμίες μας, τα θέλω μας που γονάτισαν στο πρέπει μιας αποστειρωμένης, κλιβανισμένης ζωής, μιας οντότητας ρομποτοποιημένης, μιας εικονικής ζωής άνευ ποιότητας ζωής.
Μέσα στον ορυμαγδό και την ασφυκτική αγωνία του τι μας ξημερώνει, πώς θα ανταπεξέλθουμε στις νέες φρικτές για τον άνθρωπο επιβαλλόμενες συνθήκες, με το άγχος του θανάτου από τη μια και της επιβίωσης αλλά και του ευ ζην από την άλλη, ο Ζούκερμπεργκ της επικοινωνιακής πλατφόρμας του facebook, μας επιδεικνύει με κυνισμό τον εμπαιγμό της εικονικής μας ύπαρξης, προσθέτοντας ως emoticon αντίδρασης των χρηστών, το εικονίδιο care, δηλαδή φροντίζω, νιώθω, νοιάζομαι.
Ο θρίαμβος της αποπλάνησης της ζωής,της απατηλής εικόνας, της ψευδαίσθησης συναισθημάτων, της εξωσωματικής δραστηριότητας ως υποκατάστατο της απουσίας, της μοναξιάς, της αλλοτρίωσης, της στέρησης συναισθημάτων, της απώλειας ζωής.
Νιώθω. Τι ακριβώς μπορώ να νιώθω.
Τι μπορεί να νιώθει ένας άνθρωπος χωρίς προσέγγιση, χωρίς αφή, χωρίς άγγιγμα, όχι μόνο του άλλου, αλλά και του ίδιου του εαυτού του, ενός ανθρώπου που δεν πρέπει να αγγίξει με τα χέρια το πρόσωπό του ώστε να επιβεβαιώσει την ύπαρξη και την ταυτότητά του, το σχήμα του, το στερεό υλικό του, που κυκλοφορεί με μάσκα και γάντια μισή ύπαρξη, που στα μάτια του λιμνάζει ο φόβος κι η θλίψη, που συναισθηματικά δεν μπορεί να φορτίσει και να νιώσει ζωντανός.
Όχι, μόνο ένας μισάνθρωπος μπορεί να ικανοποιηθεί αυτής της αντικοινωνικής άθλιας κανονικότητας, μόνο ένα κουρέλι ανθρώπινης μορφής μπορεί να νιώσει συναισθήματα και δημιουργία ψυχισμού τόσο έντονου συναισθήματος μέσω μιας οθόνης.
Δε νιώθω. Δεν μπορώ να νιώθω εξ αποστάσεως.
Κατανοώ και υπομένω με την προσδοκία μιας αληθινής ζωής που θα μου επιστραφεί ακέραιη, στο μαζί της κοινωνίας, στα προσφιλή μου, στα αγαπημένα μου, στα ατομικά και συλλογικά δικαιώματά μου του συναθροίζεσθαι, στη μη αστυνόμευσή μου, στον αυτοκαθορισμό μου, στις επιλογές μου, στις επιθυμίες μου, στα θέλω μου, στις ζωτικές ανάγκες μου, στην ανθρώπινη, κοινωνική και πολιτική μου φύση που μου αφαιρέθηκε βίαια από τα γούστα ενός ...παγκολίνου.
Και που όλο αυτό μεταλλάχθηκε σε άθλια πολιτική διαχείριση κυβερνώντων και θεσμικών εκπροσώπων σε όλα τα μήκη και πλάτη του πλανήτη, σε ένα ρεσιτάλ επίδειξης ισχύος και παράνοιας, σε μια κυνική και ωμή ομολογία απαξίωσης της ανθρώπινης ζωής, του ευ ζην του ανθρώπου, αλλά και του ζην ακόμη ακόμη.
Μένουμε υγιείς αλλά μένουμε κυρίως άνθρωποι, άρα ανθρώπινοι.
Όρθιοι άνθρωποι.
Των συναισθημάτων, των αγώνων, εραστές της ζωής και της ψυχής, του δίκιου και των οραμάτων, χωρίς μάσκες, είτε χειρουργικές, είτε καρναβαλικές, με πρόσωπο και χαμόγελο.
«Δεν έχω δρόμο, ούτε γειτονιά
Να περπατήσω μια Πρωτομαγιά»
Ν.Γκάτσος - Μάνα μου Ελλάς.
Κι όμως,πάντα θα βρίσκονται κι οι δρόμοι κι οι γειτονιές μας κι οι Πρωτομαγιές μας!
Πάντα.
Για όσο υπάρχουν άνθρωποι.
ΑΡΙΣΤΕΑ ΣΕΡΕΜΕΤΗ