Η 'ΑΣΤΡΟΦΕΓΓΙΑ' ΕΡΧΕΤΑΙ ΣΤΟ ΧΩΡΑ!
- Ημερομηνία: Δευτέρα, 11/04/2016 10:05
Το σπουδαίο πεζογραφικό βιβλίο, που πλουτίζει τη νεοελληνική φιλολογία, το μυθιστόρημα "Αστροφεγγιά" του Ι. Μ. Παναγιωτόπουλου, με την ψυχογραφία ενός κόσμου, που τα νιάτα του ανεμοδέρνονται και αυτοσυντρίβονται, ανεβαίνει το φθινόπωρο, στη σκηνή του θεάτρου ΧΩΡΑ, σε σκηνοθεσία Πέτρου Ζούλια και παραγωγή Λάμπρου Ντίνου.
Αυτές τις μέρες, οριστικοποιείται ο θίασος, ενώ ένα από τα πρόσωπα, που "έκλεισε", στη φιλόδοξη δουλειά, είναι η Γιούλικα Σκαφιδά.
Πρόκειται για την πρώτη, από τις τρεις παραγωγές, που ετοιμάζονται στο ΧΩΡΑ, το οποίο περιήλθε στα χέρια του έμπειρου παραγωγού Λ. Ντίνου, διακεκριμένου σε μεγάλα και σημαντικά projects, σε Ελλάδα και εξωτερικό.
"Με απασχολούσε καιρό, η ιδέα αυτού του έργου και πιστεύω πως σήμερα είναι τρομακτικά επίκαιρο", λέει ο Πέτρος Ζούλιας.
"Μιλάει για τη γενιά εκείνη, που βγαίνοντας από τον πρώτο παγκόσμιο πόλεμο, είδε τις ελπίδες και τα όνειρα της, να χάνονται. Ήταν κι εκείνη, όπως κι η σημερινή, μια παγιδευμένη γενιά, που ήθελε να φύγει για να σωθεί. Ήταν κι εκείνη μια γενιά, που έζησε το δράμα των προσφύγων, ήταν νέα παιδιά, που τα συνέθλιψε η ανέχεια, η ατυχία, οι δοκιμασίες, η αδικία... Πρόκειται για ένα συγκινητικό ρέκβιεμ, για μια σκληρά δοκιμασμένη γενιά..."
Η "Αστροφεγγιά" -όπως επισημαίνεται στο βιβλίο- είναι ένα έργο έντονα βιωματικό, που περικλείεται προσχηματικά στην κρίσιμη περίοδο του μεσοπολέμου, για να εξασφαλίσει ιστορική βάση και να κατοχυρώσει την ελληνικότητά του.
Η κρίσιμη εφηβική ηλικία των κεντρικών ηρώων της, αποτελεί στοιχείο ένταξής της και στον ευαίσθητο χώρο της νεότητας, στης σύμφυτης με τις αλλαγές, της αδίκως ταλανιζόμενης, αλλά και της μόνης που έχει τα περιθώρια να αισιοδοξεί για έναν καλύτερο κόσμο.
Η υπόθεση της ΑΣΤΡΟΦΕΓΓΙΑΣ.
Το τέλος του 1ου Παγκοσμίου Πολέμου, βρίσκει στην Αθήνα την οικογένεια του επαρχιώτη φοιτητή Άγγελου Γιαννούζη. Μόλις έγινε ανακωχή και έληξε εντελώς ο Πόλεμος, ο Άγγελος πήγε στο σπίτι του πλούσιου συμφοιτητή του Νίκου Στεργίου, για να γιορτάσουν αυτή την ανακωχή, η οποία γέμισε με ελπίδες τις ψυχές όλων, εκτός του ίδιου του Άγγελου, ο οποίος καθώς ήταν περήφανος που η δική του οικογένεια ζούσε μέσα στη φτώχεια και την εξαθλίωση, ένιωθε μίσος για το συμφοιτητή του, που εκείνος και η οικογένειά του ζούσαν μέσα στα πλούτη, αλλά και ζήλια επειδή η Δάφνη, με την οποία ήταν ερωτευμένος, φαινόταν να προτιμούσε το Νίκο. Τότε ο Ελληνικός Λαός πίστευε πως είχαν ηρεμήσει οριστικά τα πράγματα. Αυτό όμως δε συνέβη. Τον Αύγουστο του 1922 ξέσπασε ένας άλλος Πόλεμος και ο Άγγελος δοκιμάστηκε σκληρά στην 1η γραμμή του Μικρασιατικού Μετώπου και επέστρεψε στην Αθήνα με αναρρωτική άδεια. Με πικρία είδε τους "άκαπνους" φίλους του να απολαμβάνουν όλα τα καλά της ζωής ενώ η δική του πορεία, όπως και πολλών άλλων επαρχιωτών ήταν κοινή: Φτώχεια, μιζέρια, βάσανα και στο τέλος θάνατος από φυματίωση σε κάποιο Σανατόριο.
.....................................
Πριν από έναν χρόνο ο Ηλίας Μαγκλίνης, έγραφε στην ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ, άρθρο με τίτλο:
Οι δύο «Αστροφεγγιές».
Ο θάνατος του σκηνοθέτη Διαγόρα Χρονόπουλου θύμισε την ελληνική τηλεόραση, κάπου εκεί, στα τέλη της δεκαετίας του ’70 και στις αρχές του ’80, όταν οι τηλεοπτικές σειρές εκείνης της εποχής, παρά τα πενιχρά, πρωτόγονα μέσα, είχαν μια δραστικότητα που σε ορισμένες περιπτώσεις αποδείχθηκε ακόμα και διαχρονική. Ενα τέτοιο παράδειγμα ήταν η «Αστροφεγγιά», που ο Διαγόρας Χρονόπουλος διασκεύασε από το ομότιτλο μυθιστόρημα του Ι. Μ. Παναγιωτόπουλου.
Ηταν τη σεζόν 1980-81, στην τότε ΕΡΤ, που η «Αστροφεγγιά» έσκασε στις οθόνες μας, έγχρωμη, και ο Χρονόπουλος, βασισμένος κυρίως σε νέους ανερχόμενους ηθοποιούς (Καφετζόπουλο, Κιμούλη, Αρη Ρέτσο, Ράνια Οικονομίδου, Μίνα Αδαμάκη, Γρηγόρη Βαλτινό, Μιμή Ντενίση κ.ά.), καθώς και σε κλασικές, σταθερές αξίες (Ξενίδη, Βαλσάμη, Γαροφάλλου κ.ά.), απέδωσε εξαιρετικά την Αθήνα του 1918-22 και την ιστορία του φτωχού Αγγελου Γιαννούζη (Καφετζόπουλος) και του πλούσιου φίλου του, του Νίκου Στέργη (Κιμούλης), που και οι δύο αγαπούν την ίδια κοπέλα, τη Δάφνη (Βαλσάμη).
Ο Αγγελος θα βρεθεί στον άγριο χειμώνα της Μικράς Ασίας, υποφέροντας «από έναν βήχα, βαθύ, κομματιασμένο, που του ξεκόρμισε την ψυχή, μια κοσμοχαλασιά, σα νάχε φτάσει για δαύτον η συντέλεια», σε αντίθεση με τον προνομιούχο και δικτυωμένο Στέργη, που θα του κλέψει το κορίτσι, το οποίο, όμως, και αυτό αποδεικνύεται παραστρατημένο. Θυμάμαι τους πυρετικούς εσωτερικούς μονολόγους του καρυωτατικού Αγγελου, τους οποίους ακούμε σε ένα υποβλητικό voice over: «Κ’ ύστερα, τα κορίτσια, Στέργη, σε κοιτάζουν τα κορίτσια με πάθος κ’ είναι τόσο γλυκά, καθώς σε κοιτάζουν! Δεν έχεις παρά ν’ απλώσεις το χέρι σου – λατρεύουν την ομορφιά σου, το θαυμάσιο χαμόγελό σου, αυτόν τον αέρα της αρχοντιάς που αναδίνει το φέρσιμό σου».
Η τηλεοπτική «Αστροφεγγιά» του Χρονόπουλου αποπνέει τον αέρα μιας εποχής που η Ελλάδα είναι πλέον νέο μέλος τής τότε ΕΟΚ, το ΠΑΣΟΚ έχει μόλις βρεθεί στην εξουσία, γίνονται κοινωνικά ανοίγματα, μια βαθύτερη σύνδεση της χώρας με την ευρωπαϊκή Δύση, ενώ η εθνική οικονομία ετοιμάζεται για νέους ορίζοντες. Την ίδια στιγμή, η μυθιστορηματική «Αστροφεγγιά» του Ι. Μ. Παναγιωτόπουλου μας θυμίζει τη συντριβή των ατομικών και συλλογικών ονείρων και οραμάτων. Μια γεμάτη ειρωνεία αντίστιξη «παίζει» εδώ, για όλους όσοι θυμόμαστε το 1981 και, βέβαια, ζούμε αυτό που γίνεται σήμερα.