«ΜΑΤΩΜΕΝΟΣ ΓΑΜΟΣ» | ΚΡΙΤΙΚΗ
- Ημερομηνία: Κυριακή, 20/03/2022 14:50
To «ΜΑΤΩΜΕΝΟΣ ΓΑΜΟΣ», καρπός της ώριμης δραματουργίας του Ισπανού Φεντερίκο Γκαρθία Λόρκα (Federico Garcia Lorca), μας κάνει, κάθε φορά, να ριγούμε καθώς νιώθουμε την οσμή του νωπού αίματος, τη σκιά του θανατικού και της κακής μοίρας τριγύρω μας.
Ο μύθος του είναι απλός, όπως συνάδει με την Ανδαλουσιανή ψυχή με τα έθιμα, τις συγκρούσεις, τις οικογενειακές βεντέτες της. Ένας αληθινός, αιματοβαμμένος γάμος συγκλόνισε την ψυχή του ποιητή. Μία κοπέλα φεύγει την ημέρα του γάμου της με τον άντρα που αγαπούσε χρόνια και δεν τον είχε παντρευτεί, γιατί την είχε εμποδίσει ο πατέρας της. Ο γαμπρός πηγαίνει στο δάσος με τους φίλους του για να σκοτώσει τον «απαγωγέα» της γυναίκας του και τελικά αλληλοσκοτώνονται.
Ο Λόρκα έσμιξε τον ρεαλισμό με την φαντασία και τον ποιητικό λόγο. Πλαστούργησε ένα ποιητικό δράμα, που από μέσα του αναβλύζει όλο το πάθος και η φλόγα της ισπανικής ιδιοσυγκρασίας. Μία σπαραχτική ωδή στον έρωτα, την ελευθερία, τον θάνατο και τη θέση της γυναίκας στην ανδροκρατούμενη κοινωνία.
Το γεγονός ότι το έργο κινείται διαρκώς ανάμεσα στον ρεαλισμό και τον λυρισμό, την ποίηση και το μεταφυσικό στοιχείο, καθιστά τη σκηνική του πραγμάτωση στην κόψη του ξυραφιού. Αυτός ο σκηνικός ποιητικός ρεαλισμός απαιτεί μία σκηνική λιτότητα και ισορροπία για να μην καταλήξει είτε σε ένα καθαρά ηθογραφικό δράμα είτε σε μία υπερφίαλη τραγωδία ιδεών με υπερβάλλουσα ποιητικότητα. Η ανάγνωση της Μαρίας Μαγκανάρη, σε μετάφραση Έφης Γιαννοπούλου, παραμένει κοντά στο πνεύμα του κειμένου και κατορθώνει να ισορροπήσει, τη διπολικότητα του έργου, σε κάποια σημεία της παράστασης. Ωστόσο, ατυχέστατη υπήρξε η ερμηνευτική απόδοση της προσωποποίησης του Φεγγαριού και του Θανάτου. Η εμφάνισή τους, δυστυχώς, ξένισε και δεν κατάφεραν να δημιουργήσουν στο ελάχιστο τους κραδασμούς της κορυφαίας σκηνής του έργου.
Το καστ των ηθοποιών συνέπλευσε με τη σκηνοθετική της γραμμή, δίνοντας -ως επί το πλείστον- μετρημένες ερμηνείες, χωρίς συναισθηματικές υπερβολές.
Ξεχώρισε η δωρική ερμηνεία της Μαρίας Κεχαγιόγλου στον ρόλο της «Μάνας», η οποία απέδωσε με ψυχικό μεγαλείο και αξιοπρέπεια τις ανησυχίες και το βουβό της δράμα για τον μονάκριβο γιο της.
Ομοίως, και η αξιοπρεπής παρουσία της Νόνης Ιωαννίδου, ως «Πεθερά» του Λεονάρντο, με τη βελούδινη φωνή της.
Η «Νύφη», της Δήμητρας Βλαγκοπούλου, είχε μεν τον ρομαντισμό και τις ψυχολογικές μεταπτώσεις, αλλά δεν αποτυπώθηκε ικανοποιητικά το ερωτικό πάθος και η φλόγα της ηρωίδας που πάλλεται στα πρέπει και τα θέλω.
Πειστικός, με νεανική ορμή, ο «Γαμπρός» του Βαγγέλη Αμπατζή.
Μετρημένος «Πατέρας» ο Γιάννης Σαμσιάρης, ενώ το «Φεγγάρι» του άνευ σχολιασμού…
Ο «Λεονάρδο», του Νικόλα Παπαγιάννη, απέδωσε αδρά το κρυφό πάθος, τη σκοτεινή αναπόδραστη μοίρα που θα εκτιναχθεί, ώσπου να γίνει η φλόγα του θανάτου.
Όμορφη φιγούρα η προδομένη «Γυναίκα του Λεονάρδο», Σύρμω Κεκέ, συγκίνησε με το τραγούδισμά της.
Η Μαρία Σκουλά, μεστή και ευέλικτη στις πολλαπλές ενσαρκώνσεις της :«Μοίρα», «Κοπέλα», «Υπηρέτρια», «Ξυλοκόπος».
Η Ευσταθία Λαγιόκαπα, ως «Μοίρα», «Γειτόνισσα», «Κοπέλα», και «Ξυλοκόπος») φρέσκια σκηνική παρουσία με αέρα.
Ο Πέτρος Μάλαμας, ως «Λόρκα» και ο ως «Θάνατος», απογοητευτικός. Δεν έπεισε στο ελάχιστο.
Αλληγορικό και μίνιμαλ το σκηνικό της, Κλειούς Μπομπότη.
Ενδεικτικά τα κοστούμια του Άγγελου Μεντή.
Η μουσική, της Μάρθας Μαυροειδή, επένδυσε με λυρισμό την παράσταση.
Οι φωτισμοί, του Λευτέρη Παυλόπουλου, υποβλητικοί και μέσα στο πνεύμα του έργου.
Συνολικά, μία τίμια παράσταση στο Εθνικό Θέατρο που δεν κατάφερε, ωστόσο, να απογειωθεί και να προσφέρει απλόχερα τον πυρετικό, εκρηκτικό λόγο του Λόρκα στο κοινό.