ΤΙΜΩΝ Ο ΑΘΗΝΑΙΟΣ - ΚΡΙΤΙΚΗ

ΤΙΜΩΝ Ο ΑΘΗΝΑΙΟΣ - ΚΡΙΤΙΚΗ


4.0/5 κατάταξη (5 ψήφοι)

Το έργο των Ουίλιαμ Σαίξπηρ και Τόμας Μίντλτον (William Shakespeare/Thomas Middleton), Τίμων ο Αθηναίος (Timon of Athens), σκηνοθετεί στη σκηνή του Ρεξ ο Στάθης Λιβαθηνός.
Γραμμένο μεταξύ 1605 και 1606, εκδόθηκε για πρώτη φορά το 1623, ενώ η πρώτη του γνωστή θεατρική παρουσίαση έγινε το 1674. Πηγή έμπνευσης αποτέλεσε ο "Τίμων ο Μισάνθρωπος" του Λουκιανού γραμμένος το 2ο μετά Χριστόν αιώνα. Αναφέρεται στη ζωή ενός εύπορου και πολύ γενναιόδωρου Αθηναίου, ο οποίος περνά τη ζωή του παραθέτοντας συμπόσια και κάνοντας ακριβά δώρα σε ένα κύκλο ανθρώπων που θεωρεί φίλους του. Όλοι, πλην του Απήμαντου, ο οποίος του φέρεται κυνικά, τον κολακεύουν με ευγενικά λόγια και μικρά δώρα, προσπαθώντας να του αποσπάσουν όσο το δυνατόν περισσότερα. Παρά τις προσπάθειες του πιστού και έντιμου οικονόμου να χαλιναγωγήσει τη γενναιοδωρία του αφέντη του, ο Τίμων εξακολουθεί να σκορπά τον πλούτο του ασυλλόγιστα, μέχρι που τον εξαντλεί. Προσφεύγει λοιπόν στους υποτιθέμενους φίλους του για οικονομική αρωγή για να ικανοποιήσει τους πιστωτές του, αλλά αυτοί του αρνούνται κάθε βοήθεια προβάλλοντας διάφορες δικαιολογίες. Οργισμένος αποκαλύπτει την αχαριστία τους, τους καταριέται και εγκαταλείπει το σπίτι του, καταφεύγοντας σε μια σπηλιά τρώγοντας χόρτα, όπου όμως ανακαλύπτει και μία κρύπτη με χρυσό. Τον ίδιο καιρό, ο στρατηγός της Αθήνας Αλκιβιάδης, εκλιπαρεί τους άρχοντες της Αθήνας να δείξουν έλεος σε ένα στρατιώτη του που διέπραξε ένα έγκλημα, αλλά αυτοί του αρνούνται τη χάρη, τον σκοτώνουν και εξορίζουν το στρατηγό από την πόλη, δείχνοντας αχαριστία για τις παλαιότερες ανδραγαθίες του. Αυτός ορκίζεται εκδίκηση.
Στη συνάντηση Τίμωνα και Αλκιβιάδη, η μισανθρωπία του ενός συναντά την εκδικητικότητα του άλλου και στρέφονται κατά της πόλης και των ανθρώπων της που τους φέρθηκαν με τόση αχαριστία.
Η μετάφραση είναι του Νίκου Χατζόπουλου με το λόγο να έχει ροή, συνέχεια και να αποφεύγει αχρείαστους λογοτεχνισμούς. Δραματολόγος της παράστασης η Έρι Κύργια.

Ο Στάθης Λιβαθηνός αναλαμβάνει τη σκηνοθεσία αυτού του εγχειρήματος και συνδυάζει την ουσία του λόγου με τη δυναμική της εικόνας και της μουσικής, επιχειρώντας να εισχωρήσει στο βάθος του νοηματικού ιστού της ιστορίας. Χρησιμοποιεί τόσο το βάθος της σκηνής του Rex, όσο και μεγάλο μέρος της πλατείας έχοντας ξηλώσει τις παραδοσιακές θέσεις της (με τους θεατές να κάθονται κυρίως στα πλαινά της αίθουσας) και δημιουργώντας μια πλατιά σκηνική προέκταση από την οποία εισέρχονται και εξέρχονται οι "φίλοι" του Τίμωνα, προκαταλαμβάνοντας το θεατή για μια πιο άμεση σκηνοθετική οπτική που καταργεί την απόστασή του στη σκηνή και τον ενσωματώνει τρόπον τινά στη δράση. Μέσα από ομαδικές σκηνές αναδεικνύεται με σαφήνεια η σχέση εξάρτησης του κεντρικού ήρωα με την ομάδα που τον κολακεύει και της ταυτόχρονης εκμετάλλευσης αφού αυτοί καρπώνονται χωρίς ντροπή τον πλούτο και τη γενναιοδωρία του. Η σκιαγράφηση όμως των χαρακτήρων είναι λίγο απλοϊκή, σχηματική και αφελής, αφού είναι προφανείς οι βαθύτερες προθέσεις του κύκλου των "αυλικών" και δεν υπάρχει κανένας θεατρικός αιφνιδιασμός, έστω και υποτυπώδης, στην άρνησή τους να τον βοηθήσουν όταν αυτός προσπέφτει στην ανάγκη τους. Ο ρυθμός ειδικά στο πρώτο μέρος, κάνει αρκετές κοιλιές και κάποιες σκηνές (όπως για παράδειγμα η σκηνή με τους υπολογιστές) κρατούν αδικαιολόγητα πολύ, ενώ το δεύτερο είναι πιο σφιχτό, πιο δυναμικό και πιο γρήγορο. Πάσχει όμως από την έλλειψη σκηνογραφικών επιλογών, καθώς ουδέποτε δημιουργείται η αίσθηση ή η ατμόσφαιρα της μοναχικής ή ερημικής ζωής τόσο του Τίμωνα, όσο και του Αλκιβιάδη. Η ερμηνευτική ομάδα που εμπιστεύεται ο σκηνοθέτης μπορεί να στερείται μεγάλων ονομάτων, αλλά διαθέτει πολύ ταλέντο, κατανόηση των απαιτήσεων των ρόλων, έλλειψη ερμηνευτικού εγωισμού και ομαδικό πνεύμα, αποτελώντας μαζί με την υπέροχη μουσική διδασκαλία από τα βασικότερα ατού της παράστασης.

Ο Βασίλης Ανδρέου στο ρόλο του Τίμωνα, επιστρατεύει όλη του την ερμηνευτική εμπειρία και ικανότητα για να μπορέσει να καλύψει την ευρύτητα της μεταστροφής του χαρακτήρα του ήρωά του από το ένα άκρο στο άλλο. Γενναιόδωρος και εξωστρεφής στα όρια της μαλθακότητας, αφελής στις σχέσεις του στα όρια της τυφλότητας, μεταλλάσσεται σε έναν εκδικητικό μισάνθρωπο, απογοητευμένο στο έπακρο από τους άλλους, αλλά και τον ίδιο του τον εαυτό. Και όλα αυτά χωρίς υπερβολές ή άσκοπες κραυγές, αλλά χρησιμοποιώντας σωστά και με μέτρο το εύρος των εκφραστικών του μέσων.
Ο Δημήτρης Παπανικολάου ερμηνεύει τον Απήμαντο, έναν κυνικό τιμητή του Τίμωνα, του κύκλου του και των φαύλων συνηθειών τους. Η παρουσία του δυναμική τόσο φωνητικά, όσο και κινητικά, αλλά με μία μάλλον μονοδιάσταστη προσέγγιση που αδυνατεί να αποτελέσει ηθικό και κοινωνικό αντίβαρο, αλλά και να δικαιολογήσει τη φιλοσοφία του.
Ο Χρήστος Σουγάρης υποδύεται τον Αλκιβιάδη, τον τρίτο πόλο των βασικών χαρακτήρων του έργου. Φιλόδοξος, αν και λίγο ναρκισσιστικός στρατηγός στην αρχή, γίνεται ένας σχεδόν καταιγιστικός τιμωρός της πόλης που τον ανέδειξε στο δεύτερο μέρος. Λίγο υποτονικός στην πρώτη του εκδοχή, δυναμικός και ορμητικός (με μία μικρή δόση υπερβολής) στη δεύτερη, αλλά πειστικός και εκφραστικός γενικότερα, έδειξε να έχει κατανοήσει τις ιδιαιτερότητες του χαρακτήρα του.
Η Μαρία Σαββίδου παίζει το Φλάβιο, τον πιστό και έντιμο ακόλουθο του Τίμωνα. Αθόρυβη αλλά ουσιαστική όταν το απαιτούσε η σκηνική οικονομία του έργου, με σημαντική συμβολή στην εξέλιξη της ιστορίας σε άλλες σκηνές, είχε εξαιρετικούς τονισμούς και καθαρή άρθρωση και αποτύπωσε εύστοχα και καίρια το χαρακτήρα της.
Ο Νίκος Καρδώνης απέδωσε με μία λεπτή γραμμή σεμνοτυφίας την καλλιτεχνική αυταρέσκεια του ζωγράφου και μία έντονη ειρωνεία τον δήθεν συμπονετικό Σεμπρόνιο, ενώ ερμήνευσε και τον αυταρχικό Γερουσιαστή και τον Ερωτιδέα.
Ο Ιερώνυμος Καλετσάνος ήταν ένας πολύ αυθεντικά δουλικός και καταφερτζής χρυσοχόος, ένας κραυγαλέα ψεύτης Λούκιος, αλλά και συνεπές μέλος της ομάδας των άκαμπτων και δήθεν δίκαιων γερουσιαστών και των αρχόντων. Ο Άρης Τρουπάκης έπαιξε με μία υπόγεια έπαρση και έναν λανθάνοντα ναρκισσισμό τον ποιητή και συμμετείχε και αυτός επιτυχημένα στους γερουσιαστές και τους άρχοντες.
Ο Γιώργος Δάμπασης έπαιξε με κραυγαλέα υπερβολή και επιτηδευμένη ένταση το Λούκουλλο, ενώ μαζί με τον Στρατή Πανούριο συμπλήρωσαν την ομάδα των γερουσιαστών και των αρχόντων.
Ο Στάθης Κόικας άφησε και αυτός το στίγμα του στην παράσταση ερμηνεύοντας με καθαρότητα και ευκρίνεια το Φλαμίνιο και το Λουκίλιο, ενώ και ο Μάνος Στεφανάκης ήταν ένας αξιοπρεπής Σερβίλιος.
Φώτης Κουτρουβίδης (Υπηρέτης, Αξιωματικός), Αναστάσης Λαουλάκος (Υπηρέτης, Αξιωματικός), Φοίβος Μαρκιανός (Κάφης), Αργυρώ Ανανιάδου (Τιμάνδρα) και Αντιγόνη Φρυδά (Φρυνία) συμπλήρωσαν με το ταλέντο, τη φωνή και τη ζωντάνια τους ένα μεγάλο θίασο που είχε λίγες αρρυθμίες, φάνηκε καλοκουρδισμένος και χαρακτηρίστηκε από ομαδικό πνεύμα.

Τα σκηνικά της Ελένης Μανωλοπούλου είχαν ορισμένες εξαιρετικές εμπνεύσεις (όπως η σκηνή του δείπνου στην οικία του Τίμωνα) και κάποιες πιο ατυχείς στιγμές (όπως η καταπακτή με τους υπολογιστές, που προσπάθησε για μια μάλλον αχρείαστη προβολή των μηνυμάτων της ιστορίας στο σήμερα).
Στο δεύτερο μέρος, όπως προείπα, απέτυχε να δώσει μια αίσθηση μοναξιάς, εγκατάλειψης και απομάκρυνσης από το αστικό παρελθόν του Τίμωνα.
Τα κοστούμια της ίδιας μας μετέφεραν σε μία άλλη εποχή, είχαν λιτή γραμμή και χρωματική ομοιομορφία, αλλά και μια εύστοχη διαφοροποίηση μεταξύ αρχόντων, γερουσιαστών και υπηρετών.
Η μουσική διασκευή του Λύσανδρου Φαληρέα, σε συνδυασμό με την υποδειγματική μουσική διδασκαλία της Μελίνας Παιονίδου, έδωσαν υπέροχες μουσικές ανάσες και ατμόσφαιρα στις κορυφώσεις, αποτελώντας ατού για τη γενικότερη αισθητική του εγχειρήματος.
Η κίνηση της Μαρίας Σμαγιέβιτς είχε αρμονία, ήταν απόλυτα ενταγμένη στη λειτουργία της ομάδας και έδεσε με το λόγο.
Οι φωτισμοί του Αλέκου Αναστασίου εστίαζαν σωστά πότε στους πρωταγωνιστές και πότε στην ομάδα, αν και στο δεύτερο μέρος θα προτιμούσα ένα πιο δημιουργικό παιχνίδι με τις σκιές.

Συμπερασματικά, στη σκηνή του Ρεξ, είδα ένα από τα λιγότερο παιγμένα έργα του Shakespeare (γραμένο σε συνεργασία με τον Thomas Middleton), το οποίο είχε γενικά καλό ρυθμό και ανέδειξε τα απλά, αλλά διαχρονικά θέματα της φιλίας, της γενναιοδωρίας, της κολακείας, της αχαριστίας και των ανθρώπινων ψευδαισθήσεων. Η σκηνοθετική προσέγγιση είχε σαφήνεια και συνέπεια, αν και σε κάποιες σκηνές ήταν εμφανής μια δόση απλοϊκότητας στην οπτική, ενώ στο δεύτερο μέρος σκηνογραφικές αδυναμίες, στέρησαν μέρος της έντασης και της λειτουργικότητάς του. Η εξαιρετική μουσική διδασκαλία και η συμπαγής, καλοδουλεμένη και υψηλών προδιαγραφών ερμηνευτική ομάδα αποτελούν επαρκείς λόγους για να παρακολουθήσει κανείς την παράσταση.


Αφήστε σχόλιο

Παρακαλούμε συνδεθείτε για να αφήσετε σχόλιο.