Ο ΚΗΠΟΣ - ΚΡΙΤΙΚΗ
- Ημερομηνία: Πέμπτη, 03/01/2019 14:34
Το τελευταίο έργο του Καναδού ηθοποιού και συγγραφέα Bruce Gooch με τίτλο "Ο Κήπος" (Tangled Garden) σκηνοθετεί στην Κάτω Σκηνή του Από Μηχανής Θεάτρου ο Δημήτρης Μυλωνάς.
Ο Μπάρι, ζει μια μοναχική ζωή κλεισμένος στο σπίτι του, αναρρώνοντας από μία επίπονη εγχείρηση στο γόνατό του. Είναι οικοδόμος και βετεράνος του Βιετνάμ, τραχύς, με λίγη μόρφωση και χωρίς ιδιαίτερη πνευματική καλλιέργεια. Την καθημερινότητά του ταράζει η απρόσμενη άφιξη μιας νοσοκόμας, της Λουίζ, σταλμένης από ένα γραφείο, την οποία πληρώνει ο ανιψιός της πρώην γυναίκας του τον οποίο αντιπαθεί και η οποία δηλώνει ότι η αποστολή της είναι να τον φροντίζει μέχρι να γίνει καλά. Αυτός αντιδρά με τρόπο απότομο, προσβλητικό, συχνά χυδαίο, την απειλεί με όπλο και τελικά τη διώχνει με τη συμπεριφορά του. Σύντομα μετανιώνει για την αντίδρασή του αυτή, αποφασίζει να αλλάξει και την αναζητά είτε στο Central Park, είτε σε ποιητικές βραδιές στη γειτονιά της για να της εκφράσει τη συγγνώμη του. Η μεταξύ τους σχέση εξομαλύνεται, αναπτύσσεται μια αρχική συμπάθεια και σύντομα ο Μπάρι θα γίνει καθημερινό στήριγμα της ζωής της Λουίζ εξαιτίας ενός σοβαρού προβλήματος υγείας που αυτή θα αντιμετωπίσει, με τις ζωές τους να ακολουθούν μια απρόβλεπτα κοινή πορεία. Η μετάφραση του αρχικού κειμένου έγινε από την Κάτια Σπερελάκη, δεν είχε πάντα απρόσκοπτη ροή, ενώ δεν απέφυγε και κάποιες αστοχίες στην προσαρμογή του στην ελληνική γλώσσα.
Ο Δημήτρης Μυλωνάς σκηνοθετεί την παράσταση, προσπαθώντας να ισορροπήσει πάνω στις βασικές αντιθέσεις των δύο χαρακτήρων τις διαμετρικά αντίθετες πορείες της ζωής τους και τη μη αναμενόμενη κοινή τους συνύπαρξη. Οι προσωπικές ιστορίες του καθενός κρύβουν το δικό τους δράμα, τις δικές τους φοβίες και ανασφάλειες, που είναι σαφείς και διακριτές εξαρχής (συχνά με ελαφρώς αδέξιο τρόπο) και στην πορεία διανθίζονται με κάποιες κωμικές ανάσες και μία υφέρπουσα ρομαντική διάθεση. Η ίδια η ιστορία δεν κρύβει κάτι καινούργιο, είναι μια αρκετά κλισέ τυχαία συνάντηση δύο εντελώς διαφορετικών ανθρώπων, των οποίων οι κόσμοι εμπλέκονται και αποκτούν μια ρομαντική παράμετρο. Ο ρυθμός της εξέλιξής της είναι αργός, χρησιμοποιεί επαναλήψεις και κάποια στερεότυπα ρομαντισμού που φαίνονται εντελώς ξένα και ξεπερασμένα στις μέρες μας, ενώ και η επιλογή να μείνει η 70s ατμόσφαιρα ανέγγιχτη, δημιουργεί μια στιγμιαία νοσταλγία εκείνης της εποχής, αλλά σύντομα κουράζει το θεατή, δεν έχει ζωντάνια και αμεσότητα και δεν τον κάνει συμμέτοχο στα επί σκηνής τεκταινόμενα. Η αντιστροφή των ρόλων ασθενούς και δυνατού μεταξύ των δύο χαρακτήρων προσφέρει στο δεύτερο μέρος μια εφήμερη ανανέωση του ενδιαφέροντος, αλλά σύντομα το τέμπο πέφτει ξανά, οι κωμικές ανάσες γίνονται όλο και πιο σπάνιες και οι εικόνες παρουσιάζουν μια στατικότητα και τελικά ατονούν.
Ο Στέλιος Μάινας αναλαμβάνει το ρόλο του Μπάρι Κάρσον, ενός κουρασμένου ψυχικά, στα όρια της μισανθρωπίας, βετεράνου του Βιετνάμ. Ξεκινά λίγο νευρικά, αλλά σύντομα βρίσκει τις ισορροπίες του χαρακτήρα του, ο λόγος του γίνεται ζεστός, αισθαντικός και έχει μια συναισθηματική αδεξιότητα που τον κάνει ιδιαίτερα συμπαθή και πειστικό στη μεταστροφή που παρατηρούμε στη συμπεριφορά του. Στο δεύτερο μέρος αποτυπώνει έναν ιδανικά αφοσιωμένο σύντροφο-βοηθό της γυναίκας, ολοκληρώνοντας τη διαδρομή του ήρωά του, από έναν άξεστο οικοδόμο, σε έναν τρυφερό και συναισθηματικό συνάνθρωπο.
Η Κάτια Σπερελάκη υποδύεται τη Λουίζ Μεριγουέδερ, τη νοσοκόμα που εισβάλλει αιφνιδιαστικά στη ζωή του Μπάρι για να τον φροντίσει. Με μία επίπεδη εκφορά λόγου, έλλειψη διαφοροποιήσεων στην έκφραση του προσώπου, πλάθει μια ηρωίδα όπου ο λόγος της συχνά απέχει πολύ από τη σκηνική της παρουσία. Στο δεύτερο μέρος δίνει λίγη ζωντάνια και ουσία στη φοβική και ανασφαλή πλευρά του άρρωστου εαυτού της, αλλά και πάλι υπολείπεται σε εκφραστικότητα σε σχέση με το συμπρωταγωνιστή της, με αποτέλεσμα η σκηνική τους συνύπαρξη να είναι ανισοβαρής.
Τα σκηνικά επιμελήθηκαν οι Αγγελική Αθανασιάδου και Λήδα Σπερελάκη που έδωσαν μεν μια ατμόσφαιρα ρετρό στη σκηνή, αλλά η χρήση των μετακινούμενων χωρισμάτων στάθηκε ατυχής στη διανομή του χώρου, ενώ και ο κήπος δεν είχε την αίσθηση αυθεντικότητας που περίμενα.
Τα κοστούμια των ίδιων απέδωσαν εύστοχα το διαφορετικό σύμπαν από το οποίο προέρχονται οι δύο ήρωες.
Η μουσική του Παύλου Κατσιβέλη δεν πρόσθεσε κάποια φρεσκάδα στη μονοτονία του λόγου και της εικόνας, ενώ και η κίνηση της Χρυσηίδας Λιατζιβίρη, δε συντονίστηκε με τη ροή της ιστορίας.
Οι φωτισμοί του Γιώργου Αγιαννίτη προτίμησαν γενικά πλάνα και γενικότερα μου έλειψαν οι χαμηλές αποχρώσεις που θα δημιουργούσαν ένα ρομαντισμό στην ατμόσφαιρα.
Συμπερασματικά, στην κάτω σκηνή του Από Μηχανής Θεάτρου, είδα μια παράσταση βασισμένη σε ένα κείμενο που περιγράφει μια απρόβλεπτη συνάντηση δύο ανθρώπων από διαφορετικούς κόσμους, οι οποίοι πλησιάζουν και εν τέλει συνυπάρχουν.
Η σκηνοθετική προσέγγιση δεν το μπόλιασε με τα στοιχεία εκείνα που θα του έδιναν ρυθμό, θα το έφερναν σε μια πιο σύγχρονη φόρμα και μέσω εικόνων και συναισθημάτων θα κρατούσαν το ενδιαφέρον του θεατή ως προς την εξέλιξη της ιστορίας, η οποία σε πολλά σημεία ήταν άκρως προβλέψιμη. Οι ερμηνείες είχαν αρκετές διακυμάνσεις και η σκηνική χημεία των δύο ηθοποιών ήταν σπανίως παρούσα.